Οι προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση των επιζώντων συζύγων και των τέκνων- Ελάχιστος χρόνος συμβίωσης τα 3 ή τα 5 έτη ανά περίπτωση
Αυξημένα χρόνια έγγαμης συμβίωσης απαιτεί ο νέος ασφαλιστικός νόμος προκειμένου να δικαιούται ο επιζών σύζυγος τη σύνταξη χηρείας. Συγκεκριμένα, απαιτούνται τρία χρόνια γάμου ή πέντε χρόνια όταν ο αποθανών ήταν συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας.
Αναλυτικά, οι όροι απονομής των συντάξεων χηρείας ή των συντάξεων που αποδίδονται στα τέκνα των αποθανόντων περιγράφονται σε εγκύκλιο την οποία εξέδωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εργασίας κ. Γ. Κουτρουμάνης και απέστειλε σε όλα τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι γενικοί όροι συνταξιοδότησης των επιζώντων συζύγων, σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου (συντάξεις χηρείας), καθορίζονται με τον νέο ασφαλιστικό νόμο 3863/2010. Ειδικότερα, τίθεται κοινή προϋπόθεση σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και στο Δημόσιο που αφορά τον χρόνο που πρέπει να έχει παρέλθει από την
τέλεση του γάμου προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου.
Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου θα πρέπει να έχουν παρέλθει τρία έτη από την τέλεση του γάμου προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο. Η πάροδος τριετίας από την τέλεση του γάμου δεν ισχύει στις περιπτώσεις που ο θάνατος του ασφαλισμένου οφείλεται σε ατύχημα, εργατικό ή μη, ή κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο ή η χήρα κατά τον χρόνο θανάτου του
ασφαλισμένου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας, θα πρέπει να έχουν παρέλθει πέντε έτη από την τέλεση του γάμου προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο, εκτός και αν κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο, ή η χήρα κατά τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.
Η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή τόσο στους έως 31.12.1992 ασφαλισμένους (παλαιοί ασφαλισμένοι) όσο και στους από
1.1.1993 ασφαλισμένους (νέοι ασφαλισμένοι) σε οποιονδήποτε φορέα ασφάλισης ή στο Δημόσιο. Κάθε άλλη διάταξη, γενική ή καταστατική, που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται από τη δημοσίευση του νόμου. Τέλος, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου που προβλέπουν τη χορήγηση της σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο, ανεξάρτητα από τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Πλην όμως με την παρ.
1 του άρθρου 8 του Ν. 3865/2010, οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 3863/2010 σχετικά με το κριτήριο της διάρκειας του έγγαμου βίου έχουν εφαρμογή και στους υπαγόμενους στις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, ενώ κατά τα λοιπά για τη συνταξιοδότηση των επιζώντων συζύγων από το Δημόσιο εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των ΠΔ 167/2007, 168/2007, 19/2007 και του Ν. 2084/1992.
Με το άρθρο 13 του Ν. 3863/2010 καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης θανάτου στον επιζώντα σύζυγο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ), και επεκτείνεται η εφαρμογή τους και στις περιπτώσεις λήψης σύνταξης λόγω θανάτου από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς όμοιο με αυτό του Δημοσίου.
1 Στην παράγραφο 1 προβλέπεται πλέον ρητά η χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον επιζώντα για μία τριετία, χωρίς περιορισμούς, σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα, εφόσον ο επιζών σύζυγος δικαιούται να λάβει σύνταξη λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε ασφαλιστικού οργανισμού.
Μετά την πάροδο της τριετίας, για τον επιζώντα σύζυγο, εφόσον εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη θανάτου περιορίζεται στο 50% της δικαιούμενης σύνταξης θανάτου, ως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, και μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής. Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, οπότε λαμβάνει ολόκληρη τη δικαιούμενη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές, ο ανωτέρω περιορισμός της σύνταξης γίνεται σε μία από τις κύριες καθώς και σε μία από τις επικουρικές συντάξεις της επιλογής του. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στους συνταξιούχους ή βοηθηματούχους τύπου σύνταξης του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, που λαμβάνουν κατώτατα όρια σύνταξης από τον φορέα, οι οποίοι όμως δεν υπόκεινται πλέον στη μείωση που προβλέπεται από την περίπτωση δ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του Ν. 825/1978, όπως κάθε φορά ισχύουν.
Σε περίπτωση που η σύνταξη θανάτου καταβάλλεται μειωμένη σύμφωνα με τα ανωτέρω και ο θανών ασφαλισμένος ή συνταξιούχος καταλείπει τέκνα που δικαιούνται σύνταξη θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντος των συζύγων επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη. Ο κατά τα ανωτέρω περιορισμός χωρεί και στην περίπτωση που η σύνταξη λόγω θανάτου καταβάλλεται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, και αναστέλλεται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν. 1379/1983, όπως κάθε φορά ισχύουν, ή μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998, όπως ισχύουν. Οι διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2676/1999, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 13 του Ν. 3863/2010, εξακολουθούν να μην εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του ΟΓΑ, ο οποίος λαμβάνει σύνταξη με βάση τις διατάξεις του Ν. 4169/1961, του ΝΔ 1390/1973, του Ν. 1745/1987 και του Ν. 2458/1997, καθώς και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος είναι ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του ΟΓΑ.
2 Η παράγραφος 2 έχει εφαρμογή και στους επιζώντες συζύγους που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου από το Δημόσιο, με εξαίρεση όσους λαμβάνουν και εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη από το Δημόσιο, ή πολεμική σύνταξη γενικά ή σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1999 και 1977/1991, καθώς και σε όσους υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998.
Συνεπώς, με τη νέα ρύθμιση ο επιζών σύζυγος που λαμβάνει σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή σύνταξη λόγω θανάτου από φορέα αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ), και σύνταξη λόγω θανάτου από τους ανωτέρω φορείς ή το Δημόσιο, από υπηρεσία που παρασχέθηκε στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, υπόκειται στον προβλεπόμενο από την παράγραφο 1β του άρθρου 62 του Ν. 2676/1999, όπως ισχύει, περιορισμό της σύνταξης που θα επιλέξει, με αντίστοιχο επιμερισμό του υπολοίπου της σύνταξης στα δικαιοδόχα τέκνα, εφόσον υπάρχουν.
Για παράδειγμα, συνταξιούχος γήρατος του ΟΑΕΕ λαμβάνει σύνταξη θανάτου από τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων (ΤΣΜΕΔΕ) του ΕΤΑΑ, από εργασία του θανόντος στο Δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη λόγω θανάτου καταβάλλεται χωρίς περιορισμό για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα. Μετά την πάροδο της τριετίας, εφόσον ο συνταξιούχος δεν έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, η σύνταξη περιορίζεται κατά 50%, και ο επιζών σύζυγος επιλέγει αν ο περιορισμός της σύνταξης θα γίνει στη σύνταξης γήρατος που λαμβάνει από τον ΟΑΕΕ ή στη σύνταξη θανάτου που λαμβάνει από το ΤΣΜΕΔΕΕΤΑΑ. Μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης που έχει επιλέξει να περιοριστεί. Εφόσον υπάρχουν τέκνα, τα οποία δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ ή του ΤΣΜΕΔΕ- ΕΤΑΑ, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται από τον επιζώντα σύζυγο επιμερίζεται στα τέκνα.
Επισημαίνεται ότι μετά την ισχύ της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 3865/2010, δικαίωμα επιλογής σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της σύνταξης του Δημοσίου έχουν μόνο όσοι λαμβάνουν από αυτό σύνταξη λόγω θανάτου και όχι σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, δεδομένου ότι ο ανωτέρω νόμος δεν περιέλαβε την περίπτωση αυτή.
Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει σύνταξη από ίδιο δικαίωμα και σύνταξη λόγω θανάτου από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς όμοιο με αυτό του Δημοσίου, λόγω απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998. Για παράδειγμα, συνταξιούχος γιατρός του ΕΣΥ λαμβάνει σύνταξη ως επιζών σύζυγος από τον Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ) του ΕΤΑΑ, λόγω θανάτου του συζύγου, μόνιμου γιατρού του ΙΚΑ, ασφαλισμένου στο Ειδικό Συνταξιοδοτικό Καθεστώς του ΙΚΑ (Ν. 3163/1955). Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998, οπότε η σύνταξη λόγω θανάτου από το ΤΣΑΥ καταβάλλεται εξαρχής μειωμένη κατά 70%, εκτός και αν ζητήσει την αναστολή της σύνταξής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 1379/1983, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 1489/1984.
Αντίθετα, στην περίπτωση συνταξιούχου γιατρού του ΕΣΥ, που λαμβάνει σύνταξη ως επιζών σύζυγος από τον Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ) του ΕΤΑΑ, λόγω θανάτου του συζύγου, ο οποίος ασκούσε ελεύθερο επάγγελμα, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2676/1999, όπως ισχύει.
Σημειώνουμε ότι οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις που ο επιζών σύζυγος απασχολείται στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ανεξαρτήτως του είδους της εργασιακής σχέσης και του τρόπου αμοιβής, ή λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο ή φορείς κοινωνικής ασφάλισης λόγω απασχόλησης στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς επίσης και ο θανών σύζυγος.
3 Οι νέες ρυθμίσεις εφαρμόζονται για τις περιπτώσεις που ο θάνατος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου επέλθει μετά τις 15 Ιουλίου 2010. Δεν επέρχεται καμία μεταβολή στις περιπτώσεις που ο θάνατος επήλθε πριν από την ημερομηνία αυτή.
4 Οι ρυθμίσεις εφαρμόζονται και στους φορείς και τομείς επικουρικής ασφάλισης, οι ασφαλισμένοι των οποίων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από φορείς κύριας ασφάλισης με καθεστώς όμοιο με αυτό του Δημοσίου.
7 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Επεκτείνεται το ισχύον καθεστώς και στον δημόσιο τομέα
1. Ποιες αλλαγές επέρχονται στις συντάξεις λόγω χηρείας με τον νέο ασφαλιστικό νόμο (3863/2010);
Δεν υπάρχουν μεγάλες αλλαγές με τις νέες διατάξεις. Ουσιαστικά διατηρείται το υπάρχον καθεστώς, που ισχύει στον ιδιωτικό τομέα, επεκτείνεται όμως και σε όσους λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου και από το Δημόσιο. Παράλληλα προβλέπεται αύξηση των ετών έγγαμης συμβίωσης προκειμένου ο επιζών των συζύγων να δικαιωθεί σύνταξης.
2. Από πότε εφαρμόζεται το νέο καθεστώς;
Αυξημένα χρόνια έγγαμης συμβίωσης απαιτεί ο νέος ασφαλιστικός νόμος προκειμένου να δικαιούται ο επιζών σύζυγος τη σύνταξη χηρείας. Συγκεκριμένα, απαιτούνται τρία χρόνια γάμου ή πέντε χρόνια όταν ο αποθανών ήταν συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας.
Αναλυτικά, οι όροι απονομής των συντάξεων χηρείας ή των συντάξεων που αποδίδονται στα τέκνα των αποθανόντων περιγράφονται σε εγκύκλιο την οποία εξέδωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εργασίας κ. Γ. Κουτρουμάνης και απέστειλε σε όλα τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι γενικοί όροι συνταξιοδότησης των επιζώντων συζύγων, σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου (συντάξεις χηρείας), καθορίζονται με τον νέο ασφαλιστικό νόμο 3863/2010. Ειδικότερα, τίθεται κοινή προϋπόθεση σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και στο Δημόσιο που αφορά τον χρόνο που πρέπει να έχει παρέλθει από την
τέλεση του γάμου προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου.
Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου θα πρέπει να έχουν παρέλθει τρία έτη από την τέλεση του γάμου προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο. Η πάροδος τριετίας από την τέλεση του γάμου δεν ισχύει στις περιπτώσεις που ο θάνατος του ασφαλισμένου οφείλεται σε ατύχημα, εργατικό ή μη, ή κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο ή η χήρα κατά τον χρόνο θανάτου του
ασφαλισμένου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας, θα πρέπει να έχουν παρέλθει πέντε έτη από την τέλεση του γάμου προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο, εκτός και αν κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο, ή η χήρα κατά τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.
Η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή τόσο στους έως 31.12.1992 ασφαλισμένους (παλαιοί ασφαλισμένοι) όσο και στους από
1.1.1993 ασφαλισμένους (νέοι ασφαλισμένοι) σε οποιονδήποτε φορέα ασφάλισης ή στο Δημόσιο. Κάθε άλλη διάταξη, γενική ή καταστατική, που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται από τη δημοσίευση του νόμου. Τέλος, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου που προβλέπουν τη χορήγηση της σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο, ανεξάρτητα από τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Πλην όμως με την παρ.
1 του άρθρου 8 του Ν. 3865/2010, οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 3863/2010 σχετικά με το κριτήριο της διάρκειας του έγγαμου βίου έχουν εφαρμογή και στους υπαγόμενους στις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, ενώ κατά τα λοιπά για τη συνταξιοδότηση των επιζώντων συζύγων από το Δημόσιο εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των ΠΔ 167/2007, 168/2007, 19/2007 και του Ν. 2084/1992.
Με το άρθρο 13 του Ν. 3863/2010 καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης θανάτου στον επιζώντα σύζυγο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ), και επεκτείνεται η εφαρμογή τους και στις περιπτώσεις λήψης σύνταξης λόγω θανάτου από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς όμοιο με αυτό του Δημοσίου.
1 Στην παράγραφο 1 προβλέπεται πλέον ρητά η χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον επιζώντα για μία τριετία, χωρίς περιορισμούς, σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα, εφόσον ο επιζών σύζυγος δικαιούται να λάβει σύνταξη λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε ασφαλιστικού οργανισμού.
Μετά την πάροδο της τριετίας, για τον επιζώντα σύζυγο, εφόσον εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη θανάτου περιορίζεται στο 50% της δικαιούμενης σύνταξης θανάτου, ως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, και μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής. Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, οπότε λαμβάνει ολόκληρη τη δικαιούμενη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές, ο ανωτέρω περιορισμός της σύνταξης γίνεται σε μία από τις κύριες καθώς και σε μία από τις επικουρικές συντάξεις της επιλογής του. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στους συνταξιούχους ή βοηθηματούχους τύπου σύνταξης του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, που λαμβάνουν κατώτατα όρια σύνταξης από τον φορέα, οι οποίοι όμως δεν υπόκεινται πλέον στη μείωση που προβλέπεται από την περίπτωση δ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του Ν. 825/1978, όπως κάθε φορά ισχύουν.
Σε περίπτωση που η σύνταξη θανάτου καταβάλλεται μειωμένη σύμφωνα με τα ανωτέρω και ο θανών ασφαλισμένος ή συνταξιούχος καταλείπει τέκνα που δικαιούνται σύνταξη θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντος των συζύγων επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη. Ο κατά τα ανωτέρω περιορισμός χωρεί και στην περίπτωση που η σύνταξη λόγω θανάτου καταβάλλεται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, και αναστέλλεται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν. 1379/1983, όπως κάθε φορά ισχύουν, ή μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998, όπως ισχύουν. Οι διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2676/1999, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 13 του Ν. 3863/2010, εξακολουθούν να μην εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του ΟΓΑ, ο οποίος λαμβάνει σύνταξη με βάση τις διατάξεις του Ν. 4169/1961, του ΝΔ 1390/1973, του Ν. 1745/1987 και του Ν. 2458/1997, καθώς και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος είναι ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του ΟΓΑ.
2 Η παράγραφος 2 έχει εφαρμογή και στους επιζώντες συζύγους που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου από το Δημόσιο, με εξαίρεση όσους λαμβάνουν και εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη από το Δημόσιο, ή πολεμική σύνταξη γενικά ή σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1999 και 1977/1991, καθώς και σε όσους υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998.
Συνεπώς, με τη νέα ρύθμιση ο επιζών σύζυγος που λαμβάνει σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή σύνταξη λόγω θανάτου από φορέα αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ), και σύνταξη λόγω θανάτου από τους ανωτέρω φορείς ή το Δημόσιο, από υπηρεσία που παρασχέθηκε στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, υπόκειται στον προβλεπόμενο από την παράγραφο 1β του άρθρου 62 του Ν. 2676/1999, όπως ισχύει, περιορισμό της σύνταξης που θα επιλέξει, με αντίστοιχο επιμερισμό του υπολοίπου της σύνταξης στα δικαιοδόχα τέκνα, εφόσον υπάρχουν.
Για παράδειγμα, συνταξιούχος γήρατος του ΟΑΕΕ λαμβάνει σύνταξη θανάτου από τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων (ΤΣΜΕΔΕ) του ΕΤΑΑ, από εργασία του θανόντος στο Δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη λόγω θανάτου καταβάλλεται χωρίς περιορισμό για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα. Μετά την πάροδο της τριετίας, εφόσον ο συνταξιούχος δεν έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, η σύνταξη περιορίζεται κατά 50%, και ο επιζών σύζυγος επιλέγει αν ο περιορισμός της σύνταξης θα γίνει στη σύνταξης γήρατος που λαμβάνει από τον ΟΑΕΕ ή στη σύνταξη θανάτου που λαμβάνει από το ΤΣΜΕΔΕΕΤΑΑ. Μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης που έχει επιλέξει να περιοριστεί. Εφόσον υπάρχουν τέκνα, τα οποία δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ ή του ΤΣΜΕΔΕ- ΕΤΑΑ, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται από τον επιζώντα σύζυγο επιμερίζεται στα τέκνα.
Επισημαίνεται ότι μετά την ισχύ της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 3865/2010, δικαίωμα επιλογής σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της σύνταξης του Δημοσίου έχουν μόνο όσοι λαμβάνουν από αυτό σύνταξη λόγω θανάτου και όχι σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, δεδομένου ότι ο ανωτέρω νόμος δεν περιέλαβε την περίπτωση αυτή.
Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει σύνταξη από ίδιο δικαίωμα και σύνταξη λόγω θανάτου από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς όμοιο με αυτό του Δημοσίου, λόγω απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998. Για παράδειγμα, συνταξιούχος γιατρός του ΕΣΥ λαμβάνει σύνταξη ως επιζών σύζυγος από τον Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ) του ΕΤΑΑ, λόγω θανάτου του συζύγου, μόνιμου γιατρού του ΙΚΑ, ασφαλισμένου στο Ειδικό Συνταξιοδοτικό Καθεστώς του ΙΚΑ (Ν. 3163/1955). Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998, οπότε η σύνταξη λόγω θανάτου από το ΤΣΑΥ καταβάλλεται εξαρχής μειωμένη κατά 70%, εκτός και αν ζητήσει την αναστολή της σύνταξής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 1379/1983, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 1489/1984.
Αντίθετα, στην περίπτωση συνταξιούχου γιατρού του ΕΣΥ, που λαμβάνει σύνταξη ως επιζών σύζυγος από τον Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ) του ΕΤΑΑ, λόγω θανάτου του συζύγου, ο οποίος ασκούσε ελεύθερο επάγγελμα, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2676/1999, όπως ισχύει.
Σημειώνουμε ότι οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις που ο επιζών σύζυγος απασχολείται στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ανεξαρτήτως του είδους της εργασιακής σχέσης και του τρόπου αμοιβής, ή λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο ή φορείς κοινωνικής ασφάλισης λόγω απασχόλησης στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς επίσης και ο θανών σύζυγος.
3 Οι νέες ρυθμίσεις εφαρμόζονται για τις περιπτώσεις που ο θάνατος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου επέλθει μετά τις 15 Ιουλίου 2010. Δεν επέρχεται καμία μεταβολή στις περιπτώσεις που ο θάνατος επήλθε πριν από την ημερομηνία αυτή.
4 Οι ρυθμίσεις εφαρμόζονται και στους φορείς και τομείς επικουρικής ασφάλισης, οι ασφαλισμένοι των οποίων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από φορείς κύριας ασφάλισης με καθεστώς όμοιο με αυτό του Δημοσίου.
7 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Επεκτείνεται το ισχύον καθεστώς και στον δημόσιο τομέα
1. Ποιες αλλαγές επέρχονται στις συντάξεις λόγω χηρείας με τον νέο ασφαλιστικό νόμο (3863/2010);
Δεν υπάρχουν μεγάλες αλλαγές με τις νέες διατάξεις. Ουσιαστικά διατηρείται το υπάρχον καθεστώς, που ισχύει στον ιδιωτικό τομέα, επεκτείνεται όμως και σε όσους λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου και από το Δημόσιο. Παράλληλα προβλέπεται αύξηση των ετών έγγαμης συμβίωσης προκειμένου ο επιζών των συζύγων να δικαιωθεί σύνταξης.
2. Από πότε εφαρμόζεται το νέο καθεστώς;
Οι νέες ρυθμίσεις εφαρμόζονται για συντάξεις χηρείας, όταν ο θάνατος επέλθει από τις 15 Ιουλίου 2010 και μετά (ημέρα δημοσίευσης του νέου νόμου). Καμία μεταβολή δεν επέρχεται στις συντάξεις χηρείας όταν ο θάνατος έχει επέλθει πριν από τις 15 Ιουλίου 2010.
3. Ποιες είναι οι βασικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον επιζώντα σύζυγο;
Οι βασικές προϋποθέσεις είναι αθροιστικά οι ακόλουθες: Να έχει συμπληρωθεί ο απαραίτητος χρόνος ασφάλισης που προβλέπεται από τις ειδικές διατάξεις κάθε Ταμείου ή από τις γενικές διατάξεις. Να έχουν συμπληρωθεί 3 έτη έγγαμης συμβίωσης ως την ημερομηνία θανάτου όταν ο θανών ήταν εργαζόμενος κατά την ημερομηνία τέλεσης του γάμου (ο χρόνος αυτός ήταν από 6 μήνες ως 2 χρόνια με το προηγούμενο καθεστώς) εκτός αν:
3. Ποιες είναι οι βασικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον επιζώντα σύζυγο;
Οι βασικές προϋποθέσεις είναι αθροιστικά οι ακόλουθες: Να έχει συμπληρωθεί ο απαραίτητος χρόνος ασφάλισης που προβλέπεται από τις ειδικές διατάξεις κάθε Ταμείου ή από τις γενικές διατάξεις. Να έχουν συμπληρωθεί 3 έτη έγγαμης συμβίωσης ως την ημερομηνία θανάτου όταν ο θανών ήταν εργαζόμενος κατά την ημερομηνία τέλεσης του γάμου (ο χρόνος αυτός ήταν από 6 μήνες ως 2 χρόνια με το προηγούμενο καθεστώς) εκτός αν:
α. Εχει γεννηθεί παιδί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης.
β. Η γυναίκα βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης σε περίπτωση θανάτου του συζύγου.
γ. Ο θάνατος οφείλεται σε βίαιο συμβάν. Να έχουν συμπληρωθεί 5 χρόνια έγγαμης συμβίωσης (από 1 ως 2 έτη που προέβλεπε το προηγούμενο καθεστώς), όταν ο θανών ήταν συνταξιούχος, εκτός αν ισχύει μια από τις περιπτώσεις α, β και γ που αναφέρονται παραπάνω, οπότε δεν ισχύει η προϋπόθεση των 5 ετών.
4. Υπάρχει περίπτωση μείωσης ή κατάργησης σύνταξης από αυτές που καταβάλλονται ήδη σε επιζώντες συζύγους;
Όχι, καμία αλλαγή δεν γίνεται για συντάξεις που έχουν καταβληθεί ή θα καταβληθούν σε επιζώντες συζύγους όταν ο θάνατος του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου έχει επέλθει πριν από τις 15 Ιουλίου του 2010.
5. Υπάρχει όριο ηλικίας το οποίο θα πρέπει να έχει συμπληρώσει ο επιζών των συζύγων για να πάρει σύνταξη λόγω θανάτου του/της συζύγου;
Όχι, δεν προβλέπεται κανένα ηλικιακό όριο. Στην περίπτωση όμως που ο επιζών εργάζεται ή λαμβάνει σύνταξη χηρείας, καταβάλλεται πλήρης η σύνταξη για 3 χρόνια και μειώνεται στη συνέχεια κατά 50% ως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας η μείωση είναι 30%. Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση που ο επιζών λαμβάνει σύνταξη και από δικό του δικαίωμα, η μείωση γίνεται τόσο στην κύρια όσο και στην επικουρική, σε μία από τις κύριες και σε μία από τις επικουρικές που θα επιλέξει ο ίδιος.
4. Υπάρχει περίπτωση μείωσης ή κατάργησης σύνταξης από αυτές που καταβάλλονται ήδη σε επιζώντες συζύγους;
Όχι, καμία αλλαγή δεν γίνεται για συντάξεις που έχουν καταβληθεί ή θα καταβληθούν σε επιζώντες συζύγους όταν ο θάνατος του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου έχει επέλθει πριν από τις 15 Ιουλίου του 2010.
5. Υπάρχει όριο ηλικίας το οποίο θα πρέπει να έχει συμπληρώσει ο επιζών των συζύγων για να πάρει σύνταξη λόγω θανάτου του/της συζύγου;
Όχι, δεν προβλέπεται κανένα ηλικιακό όριο. Στην περίπτωση όμως που ο επιζών εργάζεται ή λαμβάνει σύνταξη χηρείας, καταβάλλεται πλήρης η σύνταξη για 3 χρόνια και μειώνεται στη συνέχεια κατά 50% ως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας η μείωση είναι 30%. Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση που ο επιζών λαμβάνει σύνταξη και από δικό του δικαίωμα, η μείωση γίνεται τόσο στην κύρια όσο και στην επικουρική, σε μία από τις κύριες και σε μία από τις επικουρικές που θα επιλέξει ο ίδιος.
Οι περιορισμοί δεν ισχύουν όταν ο επιζών των συζύγων είναι ανάπηρος 67% και άνω.
6. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου είναι ίδιες ή διαφορετικές για άνδρες και γυναίκες;
Οι προϋποθέσεις είναι πλέον ίδιες για τους άνδρες και για τις γυναίκες, χωρίς εξαιρέσεις σε όλα τα Ταμεία.
7. Τι γίνεται στις περιπτώσεις που υπάρχουν παιδιά ανήλικα ή παιδιά που σπουδάζουν;
Σε όλες τις περιπτώσεις που ο θανών αφήνει παιδιά ανήλικα ή παιδιά που σπουδάζουν, ισχύουν όλες οι διατάξεις που προβλέπονται για τη συνταξιοδότησή τους σε κάθε Ταμείο χωρίς καμία αλλαγή. Μάλιστα στις περιπτώσεις που η σύνταξη μειώνεται για τον επιζώντα σύζυγο, η σύνταξη που «χάνεται» για τον χήρο ή τη χήρα επιμερίζεται στα παιδιά.
πηγή : Εφημερίδα "Το Βήμα", 30/9/2010
6. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου είναι ίδιες ή διαφορετικές για άνδρες και γυναίκες;
Οι προϋποθέσεις είναι πλέον ίδιες για τους άνδρες και για τις γυναίκες, χωρίς εξαιρέσεις σε όλα τα Ταμεία.
7. Τι γίνεται στις περιπτώσεις που υπάρχουν παιδιά ανήλικα ή παιδιά που σπουδάζουν;
Σε όλες τις περιπτώσεις που ο θανών αφήνει παιδιά ανήλικα ή παιδιά που σπουδάζουν, ισχύουν όλες οι διατάξεις που προβλέπονται για τη συνταξιοδότησή τους σε κάθε Ταμείο χωρίς καμία αλλαγή. Μάλιστα στις περιπτώσεις που η σύνταξη μειώνεται για τον επιζώντα σύζυγο, η σύνταξη που «χάνεται» για τον χήρο ή τη χήρα επιμερίζεται στα παιδιά.
πηγή : Εφημερίδα "Το Βήμα", 30/9/2010