Στις 25 Μάρτη υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες πλαίσιο συνεργασίας, που στόχο έχει να προωθήσει την αντιλαϊκή «ΕΕ 2020»
Ο αστικός Τύπος, οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές πλειοψηφίες, μαζί και η πολιτική και συνδικαλιστική ηγεσία του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, υποδέχτηκαν μετά βαΐων και κλάδων την πρωτοβουλία της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ) να κηρύξει τη χτεσινή, μέρα πανευρωπαϊκής δράσης ενάντια - όπως διακηρύσσει - στην πολιτική της λιτότητας.
Για το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων που καλεί η ΣΕΣ, μπορούν πολλά να λεχθούν και να γραφούν. Ο βίος και η πολιτεία της είναι τέτοιοι, που την κατατάσσουν στους πιο αξιόπιστους συνεταίρους και συνεργάτες των Ευρωπαίων μεγαλοεργοδοτών και των κυβερνήσεων του κεφαλαίου.
Την ίδια ώρα που η ΣΕΣ προσπαθεί με ανέξοδες τουφεκιές στον αέρα να καναλιζάρει τη λαϊκή αγανάκτηση για λογαριασμό των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και των πολιτικών του εκπροσώπων, στο χέρι της κρατάει σφιχτά τη συμφωνία που υπέγραψε με τους Ευρωπαίους βιομήχανους για να προωθήσουν από κοινού τους αντιδραστικούς στόχους της στρατηγικής «ΕΕ 2020».
Στις 25 του περασμένου Μάρτη, μέρα έναρξης των εργασιών της Συνόδου Κορυφής, έγινε στις Βρυξέλλες η Τριμερής Κοινωνική Σύνοδος Κορυφής με θέμα την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη και τη νέα στρατηγική «Ευρώπη 2020».
Στην τριμερή συμμετείχαν εκπρόσωποι των Ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων, δηλαδή της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων (BUSINESSEUROPE), της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (UEAPME), του Ευρωπαϊκού Κέντρου Εργοδοτών και επιχειρήσεων παροχής κοινωνικών υπηρεσιών (CEEP) και της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων - ΣΕΣ (ETUC).
Οι εργατοπατέρες της ΣΕΣ συνυπέγραψαν με τους Ευρωπαίους μεγαλοεργοδότες μια «Συμφωνία - πλαίσιο για αγορές εργασίας χωρίς αποκλεισμούς», που τους δεσμεύει για κοινές δράσεις, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της στρατηγικής «ΕΕ 2020» σχετικά με την απασχόληση. Εκ μέρους της ΣΕΣ, τη συμφωνία υπογράφει ο γενικός γραμματέας της, John Monks, ο οποίος το 2003 εξέφραζε «τις ανησυχίες της ΣΕΣ για την Ευρώπη που καθυστερεί να εφαρμόσει τους στόχους της Λισαβόνας».
Αυτή τη συμφωνία λαιμητόμο για τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους, οι εργατοπατέρες και οι εργοδότες την επικύρωσαν πανηγυρικά στη συνάντηση που ακολούθησε με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης Ρομπάι, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μπαρόζο, τον πρωθυπουργό της Ισπανίας Θαπατέρο και άλλους, λίγο πριν από την έναρξη του Εαρινού Συμβουλίου Κορυφής.
Τι επιδιώκουν
Ο αστικός Τύπος, οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές πλειοψηφίες, μαζί και η πολιτική και συνδικαλιστική ηγεσία του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, υποδέχτηκαν μετά βαΐων και κλάδων την πρωτοβουλία της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ) να κηρύξει τη χτεσινή, μέρα πανευρωπαϊκής δράσης ενάντια - όπως διακηρύσσει - στην πολιτική της λιτότητας.
Για το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων που καλεί η ΣΕΣ, μπορούν πολλά να λεχθούν και να γραφούν. Ο βίος και η πολιτεία της είναι τέτοιοι, που την κατατάσσουν στους πιο αξιόπιστους συνεταίρους και συνεργάτες των Ευρωπαίων μεγαλοεργοδοτών και των κυβερνήσεων του κεφαλαίου.
Την ίδια ώρα που η ΣΕΣ προσπαθεί με ανέξοδες τουφεκιές στον αέρα να καναλιζάρει τη λαϊκή αγανάκτηση για λογαριασμό των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και των πολιτικών του εκπροσώπων, στο χέρι της κρατάει σφιχτά τη συμφωνία που υπέγραψε με τους Ευρωπαίους βιομήχανους για να προωθήσουν από κοινού τους αντιδραστικούς στόχους της στρατηγικής «ΕΕ 2020».
Στις 25 του περασμένου Μάρτη, μέρα έναρξης των εργασιών της Συνόδου Κορυφής, έγινε στις Βρυξέλλες η Τριμερής Κοινωνική Σύνοδος Κορυφής με θέμα την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη και τη νέα στρατηγική «Ευρώπη 2020».
Στην τριμερή συμμετείχαν εκπρόσωποι των Ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων, δηλαδή της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων (BUSINESSEUROPE), της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (UEAPME), του Ευρωπαϊκού Κέντρου Εργοδοτών και επιχειρήσεων παροχής κοινωνικών υπηρεσιών (CEEP) και της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων - ΣΕΣ (ETUC).
Οι εργατοπατέρες της ΣΕΣ συνυπέγραψαν με τους Ευρωπαίους μεγαλοεργοδότες μια «Συμφωνία - πλαίσιο για αγορές εργασίας χωρίς αποκλεισμούς», που τους δεσμεύει για κοινές δράσεις, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της στρατηγικής «ΕΕ 2020» σχετικά με την απασχόληση. Εκ μέρους της ΣΕΣ, τη συμφωνία υπογράφει ο γενικός γραμματέας της, John Monks, ο οποίος το 2003 εξέφραζε «τις ανησυχίες της ΣΕΣ για την Ευρώπη που καθυστερεί να εφαρμόσει τους στόχους της Λισαβόνας».
Αυτή τη συμφωνία λαιμητόμο για τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους, οι εργατοπατέρες και οι εργοδότες την επικύρωσαν πανηγυρικά στη συνάντηση που ακολούθησε με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης Ρομπάι, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μπαρόζο, τον πρωθυπουργό της Ισπανίας Θαπατέρο και άλλους, λίγο πριν από την έναρξη του Εαρινού Συμβουλίου Κορυφής.
Τι επιδιώκουν
Η συμφωνία είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των αναγκών του κεφαλαίου. Κι αυτό επειδή:
Καθιστά τους εργαζόμενους συνένοχους στην καπιταλιστική κρίση και την ανεργία.
Καθιστά τους εργαζόμενους συνένοχους στην καπιταλιστική κρίση και την ανεργία.
Εξισώνει δηλαδή το θύτη με το θύμα, συγκαλύπτοντας ότι η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής και η ανάγκη του κεφαλαίου να βγάλει κέρδος γεννούν την ανεργία.
Προκρίνει φιλομονοπωλιακά μέτρα για την αύξηση της απασχολησιμότητας στα κράτη - μέλη της ΕΕ, με την εφαρμογή της «ευελφάλειας».
Αποσκοπεί στην αύξηση της κινητικότητας εργαζομένων και ανέργων, θεωρώντας δεδομένο ότι το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά με πλήρη δικαιώματα είναι «ξεπερασμένο» και πως αυτό που σήμερα προέχει είναι η μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Ανοίγει το δρόμο για βάθεμα των ανατροπών στα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Πρόνοιας στα κράτη - μέλη όπου διατηρούνται ακόμα κάποιες υποτυπώδεις κατακτήσεις, κάτω από την πίεση του εργατικού λαϊκού κινήματος.
Απαιτεί την αποτελεσματικότερη προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες των επιχειρήσεων και την πλήρη αναμόρφωση των εκπαιδευτικών συστημάτων ώστε να ανταποκρίνονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιχειρήσεων για φτηνό, μισοκαταρτισμένο και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό.
Καθόλου τυχαία, ο πρόεδρος των Ευρωπαίων βιομηχάνων Mt. Thumann, τοποθετούμενος πάνω στη συμφωνία, στάθηκε ιδιαίτερα στη σημασία της «ευελφάλειας» (flexicurtiy), λέγοντας ότι είναι «απολύτως βασικό στοιχείο για την επίτευξη έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Η ενεργοποίηση των αγορών εργασίας θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα». Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της BUSINESSEUROPE, ο ίδιος τόνισε ότι «ο καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί η οικονομία είναι να επανέλθουμε στις θεμελιώδεις αξίες της οικονομίας της αγοράς».
Τα βασικά σημεία της συμφωνίας
Προκρίνει φιλομονοπωλιακά μέτρα για την αύξηση της απασχολησιμότητας στα κράτη - μέλη της ΕΕ, με την εφαρμογή της «ευελφάλειας».
Αποσκοπεί στην αύξηση της κινητικότητας εργαζομένων και ανέργων, θεωρώντας δεδομένο ότι το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά με πλήρη δικαιώματα είναι «ξεπερασμένο» και πως αυτό που σήμερα προέχει είναι η μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Ανοίγει το δρόμο για βάθεμα των ανατροπών στα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Πρόνοιας στα κράτη - μέλη όπου διατηρούνται ακόμα κάποιες υποτυπώδεις κατακτήσεις, κάτω από την πίεση του εργατικού λαϊκού κινήματος.
Απαιτεί την αποτελεσματικότερη προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες των επιχειρήσεων και την πλήρη αναμόρφωση των εκπαιδευτικών συστημάτων ώστε να ανταποκρίνονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιχειρήσεων για φτηνό, μισοκαταρτισμένο και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό.
Καθόλου τυχαία, ο πρόεδρος των Ευρωπαίων βιομηχάνων Mt. Thumann, τοποθετούμενος πάνω στη συμφωνία, στάθηκε ιδιαίτερα στη σημασία της «ευελφάλειας» (flexicurtiy), λέγοντας ότι είναι «απολύτως βασικό στοιχείο για την επίτευξη έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Η ενεργοποίηση των αγορών εργασίας θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα». Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της BUSINESSEUROPE, ο ίδιος τόνισε ότι «ο καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί η οικονομία είναι να επανέλθουμε στις θεμελιώδεις αξίες της οικονομίας της αγοράς».
Τα βασικά σημεία της συμφωνίας
Ορισμένες από τις γενικές αρχές της «Συμφωνίας - πλαίσιο» είναι οι παρακάτω:
-- Οι κοινωνικοί εταίροι δεσμεύονται «να εργαστούν από κοινού (ώστε) να μεγιστοποιηθεί πλήρως το εργατικό δυναμικό της Ευρώπης και τα ποσοστά απασχόλησης, να βελτιωθεί η ποιότητα της απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης και ανάπτυξης δεξιοτήτων». Πρόκειται για στόχο πανομοιότυπο με αυτόν που θέτει η στρατηγική «ΕΕ 2020», προκειμένου να αποκτήσει το ευρωενωσιακό κεφάλαιο μια ανεξάντλητη δεξαμενή από φτηνό, ευέλικτο και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό.
-- Εργοδότες και εργατοπατέρες διαπιστώνουν από κοινού ότι «η ένταξη στην αγορά εργασίας αποτελεί επίσης ένα σημαντικό συστατικό της απάντησης της Ευρώπης (...) στη δημογραφική αλλαγή, τη συρρίκνωση του ικανού για εργασία πληθυσμού και τη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής προστασίας (...) Είναι ένας τρόπος να υπάρξει όφελος από νέες ευκαιρίες απασχόλησης, όπως εκείνες που προκύπτουν από την ''πράσινη οικονομία''».
-- Οι κοινωνικοί εταίροι δεσμεύονται «να εργαστούν από κοινού (ώστε) να μεγιστοποιηθεί πλήρως το εργατικό δυναμικό της Ευρώπης και τα ποσοστά απασχόλησης, να βελτιωθεί η ποιότητα της απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης και ανάπτυξης δεξιοτήτων». Πρόκειται για στόχο πανομοιότυπο με αυτόν που θέτει η στρατηγική «ΕΕ 2020», προκειμένου να αποκτήσει το ευρωενωσιακό κεφάλαιο μια ανεξάντλητη δεξαμενή από φτηνό, ευέλικτο και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό.
-- Εργοδότες και εργατοπατέρες διαπιστώνουν από κοινού ότι «η ένταξη στην αγορά εργασίας αποτελεί επίσης ένα σημαντικό συστατικό της απάντησης της Ευρώπης (...) στη δημογραφική αλλαγή, τη συρρίκνωση του ικανού για εργασία πληθυσμού και τη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής προστασίας (...) Είναι ένας τρόπος να υπάρξει όφελος από νέες ευκαιρίες απασχόλησης, όπως εκείνες που προκύπτουν από την ''πράσινη οικονομία''».
Η αναφορά στο ιδεολόγημα της «δημογραφικής αλλαγής» έρχεται να νομιμοποιήσει το βασικό εκβιασμό μέσω του οποίου προωθούνται οι ανατροπές στην Κοινωνική Ασφάλιση, ότι δηλαδή ο πληθυσμός της ΕΕ γερνάει και άρα πρέπει να δουλεύουμε περισσότερο. Καθόλου τυχαία, το κείμενο κάνει ιδιαίτερη μνεία και στην «πράσινη οικονομία», η οποία αποτελεί τον νέο κερδοφόρο τομέα όπου τώρα επιδιώκει να δραστηριοποιηθεί το κεφάλαιο.
-- Οι Ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι «θεωρούν ότι μια αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς είναι θεμελιώδους σημασίας για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής». Τους απασχολεί δηλαδή το πώς θα αναπτυχθεί η οικονομία προς όφελος του κεφαλαίου και θα διατηρηθεί ταυτόχρονα η «κοινωνική συνοχή», θα αποφευχθεί δηλαδή η όξυνση και η ριζοσπαστικοποίηση της ταξικής πάλης, που μπορεί να προκύψει σαν αντίδραση στα βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα.
-- Οι κοινωνικοί εταίροι στηρίζουν τη συμφωνία τους «στην αρχή ότι η εξασφάλιση αγορών εργασίας χωρίς αποκλεισμούς σημαίνει κοινές ευθύνες των εργοδοτών, των ιδιωτών, των εργαζομένων, και των εκπροσώπων εργαζόμενων και εργοδοτών». Η ταξική πάλη πήγε περίπατο. Για τους εργατοπατέρες της ΣΕΣ, όπως και για τους ντόπιους συνεργάτες τους, οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες έχουν κοινά και όχι αντιμαχόμενα συμφέροντα. Άρα, έχουν και κοινές ευθύνες για την καπιταλιστική οικονομική κρίση και την ανεργία.
Διαπιστώσεις - βούτυρο στο ψωμί των πολυεθνικών
-- Οι Ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι «θεωρούν ότι μια αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς είναι θεμελιώδους σημασίας για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής». Τους απασχολεί δηλαδή το πώς θα αναπτυχθεί η οικονομία προς όφελος του κεφαλαίου και θα διατηρηθεί ταυτόχρονα η «κοινωνική συνοχή», θα αποφευχθεί δηλαδή η όξυνση και η ριζοσπαστικοποίηση της ταξικής πάλης, που μπορεί να προκύψει σαν αντίδραση στα βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα.
-- Οι κοινωνικοί εταίροι στηρίζουν τη συμφωνία τους «στην αρχή ότι η εξασφάλιση αγορών εργασίας χωρίς αποκλεισμούς σημαίνει κοινές ευθύνες των εργοδοτών, των ιδιωτών, των εργαζομένων, και των εκπροσώπων εργαζόμενων και εργοδοτών». Η ταξική πάλη πήγε περίπατο. Για τους εργατοπατέρες της ΣΕΣ, όπως και για τους ντόπιους συνεργάτες τους, οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες έχουν κοινά και όχι αντιμαχόμενα συμφέροντα. Άρα, έχουν και κοινές ευθύνες για την καπιταλιστική οικονομική κρίση και την ανεργία.
Διαπιστώσεις - βούτυρο στο ψωμί των πολυεθνικών
Οι κοινωνικοί εταίροι λένε πως η συμφωνία τους έχει στόχο να άρει εκείνα τα εμπόδια που δυσκολεύουν «την είσοδο, την επιστροφή ή την ένταξή τους στην αγορά εργασίας» και να συμβάλει ώστε να μείνουν στην αγορά εργασίας όσοι «κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους, αν και βρίσκονται στην απασχόληση».
Για τους βιομήχανους και τους εργατοπατέρες, η ανεργία δεν οφείλεται στην αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, όπου ο κάθε καπιταλιστής επενδύει ή αποσύρει τα κεφάλαιά του από έναν τομέα ή κλάδο με αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος και όχι βέβαια τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες.
Αντίθετα, οι στρατιές των ανέργων, που αυξάνονται χρόνο με το χρόνο, οφείλονται στην «ελλιπή πληροφόρηση για τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας (...) από γραφεία ευρέσεως εργασίας, δημόσια ή ιδιωτικά, καθώς και πληροφορίες για το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις των θέσεων εργασίας, την προοπτική εξέλιξης της σταδιοδρομίας, τα προγράμματα κατάρτισης». 'Η ακόμα στις «αναποτελεσματικές μεθόδους στην προσέλκυση μιας ευρείας γκάμας υποψηφίων για την πλήρωση κενών θέσεων χωρίς διακρίσεις, στις επιπτώσεις που έχουν για την απασχολησιμότητα οι συχνές ή μακροχρόνιες απουσίες από την αγορά εργασίας».
Για την ανεργία φταίει και ο ίδιος ο εργαζόμενος, καθώς οι κοινωνικοί εταίροι διαπιστώνουν ότι «η αυτοπεποίθηση, η αναμονή και προσαρμογή στην αλλαγή (...) η εσωτερική επικοινωνία και ο κοινωνικός διάλογος (...) καθώς και οι πιέσεις από τα στελέχη, τους συναδέλφους, τους πελάτες και την οικογένεια αποτελούν μια άλλη ομάδα εμποδίων». Επίσης, «ζητήματα όπως οι συνθήκες εργασίας και η οργάνωση της εργασίας, η ισορροπία μεταξύ εργασίας - ζωής και προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης».
Η πιο επικίνδυνη διαπίστωση ωστόσο έχει να κάνει με το ρόλο της εκπαίδευσης. Στο κείμενο της συμφωνίας γράφεται χαρακτηριστικά: «Σημαντικά ζητήματα αποτελούν η επένδυση ή η πρόσβαση σε ευκαιρίες μάθησης, η ύπαρξη και / ή της αναγνώρισης των ικανοτήτων των ατόμων (τυπική, άτυπη, τεχνικό, κοινωνικό, γλώσσα) και της επαγγελματικής εμπειρίας, η αντιστοιχία μεταξύ της εκπαίδευσης που προσφέρουν τα συστήματα εκπαίδευσης και η επαγγελματική κατάρτιση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας».
Η παραπάνω διαπίστωση είναι το αναγκαίο βήμα ώστε εργοδότες και εργατοπατέρες να απαιτήσουν τη μετατροπή της εκπαίδευσης σε παράρτημα των πολυεθνικών, προκειμένου πιο αποτελεσματικά να ελέγχεται η παραγωγή ευέλικτου εργατικού δυναμικού για τα κέρδη της πλουτοκρατίας, στο όνομα δήθεν της καταπολέμησης της ανεργίας, η οποία είναι σύμφυτη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
πηγή : Εφημερίδα "Ριζοσπάστης", 30/9/2010
Για τους βιομήχανους και τους εργατοπατέρες, η ανεργία δεν οφείλεται στην αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, όπου ο κάθε καπιταλιστής επενδύει ή αποσύρει τα κεφάλαιά του από έναν τομέα ή κλάδο με αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος και όχι βέβαια τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες.
Αντίθετα, οι στρατιές των ανέργων, που αυξάνονται χρόνο με το χρόνο, οφείλονται στην «ελλιπή πληροφόρηση για τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας (...) από γραφεία ευρέσεως εργασίας, δημόσια ή ιδιωτικά, καθώς και πληροφορίες για το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις των θέσεων εργασίας, την προοπτική εξέλιξης της σταδιοδρομίας, τα προγράμματα κατάρτισης». 'Η ακόμα στις «αναποτελεσματικές μεθόδους στην προσέλκυση μιας ευρείας γκάμας υποψηφίων για την πλήρωση κενών θέσεων χωρίς διακρίσεις, στις επιπτώσεις που έχουν για την απασχολησιμότητα οι συχνές ή μακροχρόνιες απουσίες από την αγορά εργασίας».
Για την ανεργία φταίει και ο ίδιος ο εργαζόμενος, καθώς οι κοινωνικοί εταίροι διαπιστώνουν ότι «η αυτοπεποίθηση, η αναμονή και προσαρμογή στην αλλαγή (...) η εσωτερική επικοινωνία και ο κοινωνικός διάλογος (...) καθώς και οι πιέσεις από τα στελέχη, τους συναδέλφους, τους πελάτες και την οικογένεια αποτελούν μια άλλη ομάδα εμποδίων». Επίσης, «ζητήματα όπως οι συνθήκες εργασίας και η οργάνωση της εργασίας, η ισορροπία μεταξύ εργασίας - ζωής και προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης».
Η πιο επικίνδυνη διαπίστωση ωστόσο έχει να κάνει με το ρόλο της εκπαίδευσης. Στο κείμενο της συμφωνίας γράφεται χαρακτηριστικά: «Σημαντικά ζητήματα αποτελούν η επένδυση ή η πρόσβαση σε ευκαιρίες μάθησης, η ύπαρξη και / ή της αναγνώρισης των ικανοτήτων των ατόμων (τυπική, άτυπη, τεχνικό, κοινωνικό, γλώσσα) και της επαγγελματικής εμπειρίας, η αντιστοιχία μεταξύ της εκπαίδευσης που προσφέρουν τα συστήματα εκπαίδευσης και η επαγγελματική κατάρτιση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας».
Η παραπάνω διαπίστωση είναι το αναγκαίο βήμα ώστε εργοδότες και εργατοπατέρες να απαιτήσουν τη μετατροπή της εκπαίδευσης σε παράρτημα των πολυεθνικών, προκειμένου πιο αποτελεσματικά να ελέγχεται η παραγωγή ευέλικτου εργατικού δυναμικού για τα κέρδη της πλουτοκρατίας, στο όνομα δήθεν της καταπολέμησης της ανεργίας, η οποία είναι σύμφυτη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
πηγή : Εφημερίδα "Ριζοσπάστης", 30/9/2010