4 Νοε 2017

ΣτΕ: Άκυρη η ΚΥΑ για το “Πόθεν έσχες” [Η απόφαση]

Την απόφαση ακύρωσης της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) για την δήλωση “πόθεν έσχες” δημοσιοποίησε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), κάνοντας δεκτή την προσφυγή της «Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας», της «Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου», της «Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος», της «Ένωσης Διοικητικών Δικαστών» και της «Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων». Στην απόφαση αυτή το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κατέληξε μετά από τέσσερις διασκέψεις.
Συγκεκριμένα, το ΣτΕ ακυρώνει την ΚΥΑ των υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών».
Αξιοπιστία της Αρχής
Όπως αναλύει το epoli.gr, το σκεπτικό της απόφασης θίγει πρωτίστως το ζήτημα της αξιοπιστίας του ελεγκτή, ο οποίος θα ελέγξει τους δικαστές αναφορικά με την περιουσιακή τους κατάσταση. “Το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο πρέπει να έχει όχι μόνο το ανάλογο, ενόψει της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα θέσης των δικαστικών λειτουργών, θεσμικό κύρος, ως προς τα πρόσωπα από τα οποία αποτελείται αλλά πρέπει και να συγκροτείται, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων”, αναφέρεται.
Το ΣτΕ απορρίπτει με αυτό τον τρόπο το θεσμικό κύρος της “Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης” ως προς τα μέλη που την συγκροτούν.
Όπως αναφέρεται, στην Αρχή η δικαστική εξουσία εκπροσωπείται μόνον από αυτόν που ορίζεται ως Πρόεδρος, ενώ τα τέσσερα μέλη της είναι απλά «στελέχη» της Διοίκησης, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων, εκτός από αυτό που προέρχεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και πρέπει να έχει πτυχίο νομικής σχολής.
Χωρίς δικαιοδοσία κυρώσεων
Αφού αναφέρεται ότι η Αρχή είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο όχι μόνο των δικαστικών λειτουργών, αλλά και 36 άλλων ετερόκλητων κατηγοριών υπόχρεων, στην Απόφαση επισημαίνεται ότι, αφού η Αρχή δεν συγκροτείται από δικαστικούς, “δεν μπορεί να επιβάλει το ίδιο πειθαρχικές, διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις εις βάρος των ελεγχομένων από αυτό δικαστικών λειτουργών”.
Η Απόφαση θέτει ζήτημα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, του ιδιωτικού βίου και της ασφάλειας των υπόχρεων και των οικογενειών τους, αναφορικά με την καταγραφή περιουσιακών στοιχείων, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται μετρητά χρήματα (πλην καταθέσεων) άνω των 15.000 ευρώ, καθώς και άλλα κινητά αντικείμενα φυλασσόμενα είτε σε θυρίδες τραπεζών ή, κατά κανόνα, στην κατοικία των υπόχρεων, εφόσον η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. ανά κινητό.
Η ΚΥΑ για θέσπιση της υποχρέωσης υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. “δεν αποτελεί αντικείμενο των διατάξεων που μνημονεύθηκαν η δημιουργία περιουσιολογίου”, υπογραμμίζεται στην απόφαση.
Χωρίς προθεσμία για κυρώσεις
Στο σκέλος των κυρώσεων, η Απόφαση αναφέρει ότι “απαιτείται να ισχύει συγκεκριμένη προθεσμία”. “Η προθεσμία αυτή πρέπει να είναι εύλογη”, υπογραμμίζεται ώστε να επιτυγχάνεται ο αποτελεσματικός έλεγχος και ο ελεγχόμενος να μην είναι έκθετος για μεγάλο χρονικό διάστημα και το δε Δημόσιο να επιτυγχάνει τον στόχος της διαφάνειας στον δημόσιο βίο και εντοπισμού ενδεχομένων φαινομένων διαφθοράς.
“Η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα δεν αποτελεί πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου ή μεταβολής αυτής που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του”, αναφέρεται στην απόφαση.
Για την αύξηση της περιουσιακής κατάστασης, η Απόφαση υπογραμμίζει ότι, η καταγραφή τους γίνεται την στιγμή της κτήσης τους με την υποχρέωση δήλωσής τους.
Έλεγχος από φορολογικές Αρχές
Η Απόφαση υποστηρίζει ότι “η ρύθμιση για υποχρέωση δήλωσης μετρητών, πλην καταθέσεων, ποσού άνω των 15.000 ευρώ και κινητών αξίας άνω των 30.000 ευρώ, αντίκειται και σε συνταγματικές διατάξεις”. “Εξ άλλου είναι ευχερής η εξακρίβωση της ακρίβειας των περιεχομένων στις Δ.Π.Κ. δεδομένων, αλλά και ο σχηματισμός πλήρους εικόνας για τυχόν μεταβολή (αύξηση) της περιουσιακής κατάστασης των ελεγχομένων προσώπων από τις φορολογικές αρχές”, τονίζεται στην Απόφαση.