Η επιχείρηση της δυσφήμησής μας (και επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι μπορώ ακόμα να νιώθω μέλος της πληττόμενης ακαδημαϊκής κοινότητας) έχει αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια. Εν χορώ, επίσημα υπουργικά χείλη και ανεπίσημες διαρροές και υπηρεσιακές αναφορές, κουστωδίες ανεύθυνων αναλυτών και εμπαθών δημοσιολογούντων συναγωνίζονται για να καταγγείλουν την αναποτελεσματικότητα, τον αναχρονισμό, τη σπατάλη, τη διαφθορά και τον ανορθολογισμό του δημόσιου πανεπιστημίου. Και, όπως γνωρίζουμε από την εποχή του αείμνηστου Γκαίμπελς, όταν το ψεύδος και η αλήθεια συμπλέκονται επιτήδεια, η επαναλαμβανόμενη συκοφαντία πείθει.
Είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης έχει ήδη εθισθεί στην ιδέα πως τα κρατικά ΑΕΙ πάσχουν αθεράπευτα. Επικαλούμενοι ορισμένες αναμφισβήτητες και απαράδεκτες όψεις της πανεπιστημιακής ζωής --από τη συναλλαγή με τις φοιτητικές οργανώσεις μέχρι το όνειδος του ενός και μοναδικού συγγράμματος-- και κραδαίνοντας τους ούτως η άλλως διαβλητούς διεθνείς πίνακες συγκριτικής αξιολόγησης, οι νέοι κήνσορες υβρίζουν, λοιδορούν, κατακεραυνώνουν και ρίχνουν συλλήβδην στο πυρ το εξώτερον ολόκληρο το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Ο κοινός παρανομαστής είναι ένας και μόνο: Ιδιωτικοποιηθείτε!
Δεν είναι τυχαίο πως η πλειονότητα των αυτόκλητων κηνσόρων δεν επιδιώκει καν την άρση ή άμβλυνση των δυσλειτουργιών μιας «ανίατης» δημόσιας εκπαίδευσης μέσα από επιμέρους αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Αυτό που πρωτίστως στοχεύεται είναι η υπονόμευση της ιδέας μιας δημόσιας εκπαίδευσης που εμφανίζεται ανίατη, και η πλήρης αντικατάστασή της από την ιδέα της ελεύθερης και ανεξέλεγκτης ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Θεωρείται αξιωματικά δεδομένο ότι ο στόχος της «αριστείας» δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνον αν το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα πάψει να είναι δημόσιο. Αυτό ακριβώς είναι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ιδεολογικής εκστρατείας. Η συλλογιστική είναι άλλωστε απλή.
Από τη στιγμή που όλοι θα έχουν πεισθεί πως rien ne va plus, έπεται πως tout va, ή, κατά το αγγλοσαξωνικότερον, anything goes. Αρκεί βέβαια αυτό το anything να είναι ιδιωτικό, άρα και εν δυνάμει προσοδοφόρο, για ποιους δεν έχει (ακόμα) σημασία. Είναι βέβαιο πως κάποιοι επιτήδειοι θα αναλάβουν τις κατάλληλες πρωτοβουλίες.
Καταργήστε τους φοιτητές, καταργήστε τους νέους!
Υπό τους όρους αυτούς, ακόμα και όταν αγγίζουν τα όρια του γελοίου, όλες οι ρητορικές επιλογές είναι ευπρόσδεκτες αν εμφανίζονται επικοινωνιακά τελεσφόρες. Δεν είναι τυχαίο ότι ψηλά στην ατζέντα βρίσκονται οι οιμωγές ότι φαίνεται να μας έχουν υποσκελίσει, άκουσον, ακόμα και οι μέχρι πρόσφατα βάρβαροι Τούρκοι(!). Γρηγορείτε λοιπόν, ω Έλληνες!
Διανθισμένο με εθνικιστικές κορώνες, το εκπαιδευτικό «αίσχος» οφείλει να αφυπνίσει όλες τις καλώς ή κακώς νοούμενες εθνικές συνειδήσεις. Και, όπως συνέβη και με το 1897, έτσι και σήμερα η εθνική μειονεξία θα πρέπει να ξεπλυθεί μέσα από νέο συμβολικό Γουδί. Για να υπάρξει Κάθαρση, πρέπει να προηγηθεί Νέμεση για την έσχατη Ύβρη. Ως μόνα υπεύθυνα, τα αισχρά ΑΕΙ πρέπει να «τιμωρηθούν» παραδειγματικά και αμείλικτα.
Ελπίζω, βέβαια, κύριοι πρυτάνεις, να μην υπάρχει (ακόμα) θέμα εκτελεστικού αποσπάσματος.
Ελπίζω, βέβαια, κύριοι πρυτάνεις, να μην υπάρχει (ακόμα) θέμα εκτελεστικού αποσπάσματος.
Στις μέρες μας εξάλλου, οι πιο έλλογες και αποτελεσματικές θεραπευτικές τιμωρίες είναι εκείνες που επιβάλλονται με βίαια «σοκ». Παραλύοντας τη βούληση και την κρίση, ελπίζεται πως οι αναπάντεχοι κλυδωνισμοί θα καταλύσουν τις αντιστάσεις. Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, όπως διάβασα προχθές, μέσα σε δύο μόνο χρόνια, η τακτική χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου Αθηνών περιορίστηκε από 45 σε 25 εκατ., του Αριστοτέλειου από 45 σε 29,5 εκατ., του Πολυτεχνείου από 21 σε 15 εκατ.
Αλαζονεία μαζί και απόλυτη ανευθυνότητα: Κόψτε τα όλα, και, μαζί με όλα τα άλλα, και το λαιμό σας. Περιορίστε τον αριθμό των φοιτητών, ψαλιδίστε τον αριθμό των διδασκόντων --στην ανάγκη μην τους πληρώνετε, μην τους διορίζετε ή ακόμα, ίσως, απολύστε τους--, καταργήστε τη σίτιση, τα αναγνωστήρια, τις φοιτητικές εστίες, τις υποτροφίες, τις βιβλιοθήκες. Κοντολογίς, καταργήστε τους φοιτητές, καταργήστε τους νέους.
Οι φωνακλάδες που μπορεί ακόμα να πιστεύουν ότι έχουν δικαιώματα και που βαυκαλίζονται πως η κοινωνία οφείλει να τους εκπαιδεύσει πρέπει να μάθουν ότι οι καιροί άλλαξαν. Το δίλημμα είναι απλό: Ή θα ιδιωτικοποιηθείτε, ή θα εξαφανισθείτε από προσώπου γης.
Και δεν είναι μόνο θέμα δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, όπως ίσως ισχυριστούν μερικοί.
Ήδη πριν να ενσκήψει η κρίση, ακόμα και υπό το κράτος της σύντομης μεταολυμπιακής ευφορίας, η άρχουσα γνώμη προετοίμαζε την ιδιωτικοποίηση. Για να υπηρετηθεί ο νεοφιλελευθερισμός, τα δημόσια ΑΕΙ πρέπει να βουλιάξουν.
Και, για να γίνει αυτό, πρέπει να προηγηθεί μια μακρά περίοδος εκ των έσω υπονόμευσης ή ακόμα και αυτομαστίγωσης. Το κοινωνικό σώμα θα πρέπει να πεισθεί ότι το «κοινό μέλλον» μπορεί να προωθηθεί επιτυχώς μόνο αν η εκπαίδευση ανανήψει ως ιδιωτική, αποκεντρωμένη και ανταγωνιστική. Και επειδή, σε αντίθεση με τον κοινωνικό προγραμματισμό που έρχεται μόνος του, η θέσπιση της ελεύθερης αγοράς πρέπει πάντα να σχεδιάζεται εκ των άνω, η επιχείρηση ιδιωτικοποίησης πρέπει να προετοιμαστεί υπομονετικά με όλους τους τρόπους, θεμιτούς η αθέμιτους. Σε αυτό ακριβώς εντοπίζεται η χίμαιρα που ονομάζεται «εκσυγχρονισμός». Από την άποψη αυτή λοιπόν, για ορισμένους τουλάχιστον, η τρέχουσα δημοσιονομική κρίση είναι θεόπεμπτη.
Δεν μπορώ βέβαια να μπω στην ουσία ενός πολιτικού, σε τελική ανάλυση, προβλήματος, οι προεκτάσεις του οποίου είναι αχανείς και απροσμέτρητες. Θα αρκεσθώ να αναφερθώ με συντομία σε τρία σημεία. Με τη σειρά, θα αναφερθώ στο θεσμικό και συνταγματικό ζήτημα της ιδιωτικοποίησης, στις διαφαινόμενες επιπτώσεις της στη λειτουργία της ανώτατης παιδείας, και στις ευρύτερες ταξικές, ιδεολογικές, ηθικές και κοσμοθεωρητικές ολισθήσεις που υφέρπουν πίσω από τις διαφαινόμενες αλλαγές. Το ζήτημα της εκπαίδευσης δεν είναι τεχνικό ή εκπαιδευτικό με τη στενή έννοια του όρου. Είναι πρόβλημα κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτικό, που αναφέρεται στους θεμελιώδεις όρους αναπαραγωγής της κοινωνίας.
Θεσμικές και συνταγματικές διαστάσεις της ιδιωτικοποίησης
Θα αρχίσω από το πρώτο ζήτημα. Να θυμηθούμε πως η συνταγματική κατοχύρωση, στο περίφημο άρθρο 17, δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία.
Εντάσσεται στην ευρύτερη ευρωπαϊκή νομική παράδοση που από τον 19ο αιώνα αναθέτει την ανωτάτη εκπαίδευση στην αποκλειστική ευθύνη του κράτους. Η πολιτική λογική της συνταγματικής αυτής ρύθμισης είναι προφανής: ως κατεξοχήν δημόσιο αγαθό, η εκπαίδευση δεν επιτρέπεται να εγκαταλειφθεί στην ανεξέλεγκτη και ασύδοτη αγορά.
Αναλαμβάνοντας την ευθύνη του μέλλοντος της κοινωνίας και της αναπαραγωγής των κοινών αξιών και του κοινού πολιτισμού, η Πολιτεία οφείλει να εκπαιδεύει, να οργανώνει, να παρεμβαίνει, να ομογενοποιεί και να διαμορφώνει ιδέες. Έτσι ακριβώς γεννήθηκε η «εκπαιδευτική πολιτική» και έτσι ιδρύθηκαν τα «Υπουργεία Παιδείας», ως συστεγαζόμενα ή μη με τα θρησκεύματα και με την διά βίου μάθηση ή απομάθηση.
Μετά από δύο αιωνες τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν. Η απόφανση της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «κοινωνία δεν υπάρχει, μόνον άτομα και οικογένειες» συνοψίζει το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Στο νέο πλαίσιο, η Πολιτεία απεκδύεται βαθμιαία από τη ευθύνη για την κοινωνική αναπαραγωγή. Μετά την οικονομία και την εργασία, η περίθαλψη και η εκπαίδευση (και μαζί της φυσικά και η έρευνα) θα απορυθμισθούν και θα ιδιωτικοποιηθούν. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο μεγάλα (ή ίσως μικρομέγαλα πλέον) κόμματα εξουσίας φαίνεται να συναινούν στην ανάγκη για μια μακροπρόθεσμη «ιδιωτικοποίηση» των πάντων.
Ως εμπορευματοποιημένη, η παιδεία θα αναδειχθεί σε μιαν ακόμα υπηρεσία «όπως όλες οι άλλες» και θα οργανωθεί πάνω στη βάση ορθολογικών αγοραίων κριτηρίων. Έτσι, οι συνταγματικές ρυθμίσεις που λειτουργούσαν σαν ανάχωμα στην εισβολή των ιδιοτελών ιδιωτικών συμφερόντων πρέπει να καταργηθούν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραμένει η εκπαίδευση στη δικαιοδοσία του δημοσίου.
«Εξορθολογισμός» θα υπάρξει μόνον αν όλοι οι εμπλεκόμενοι στην παραγωγή της, επιχειρηματίες, πελάτες και «χρήστες», λειτουργούν ως ορθολογικά οικονομικά άτομα.
Αυτό όμως δεν αρκεί για να προχωρήσει το σχέδιο της ιδιωτικοποίησης. Τα δημόσια ΑΕΙ δεν απειλούνται ευθέως από αυτή καθεαυτή την ίδρυση ιδιωτικών. Στο μέτρο που η διοικητική και οικονομική τους αυτονομία εξακολουθεί να είναι κατοχυρωμένη και εξασφαλισμένη, ο ιδιωτικός ανταγωνισμός δεν θα τα επηρεάσει κατ’ ανάγκην.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου από μια στιγμή και πέρα δημόσια και ιδιωτικά ΑΕΙ συνυπάρχουν, κανείς δεν ασχολείται με τα δεύτερα. Η συμβολική ισχύς των δημόσιων ΑΕΙ είναι τόσο ακλόνητη ώστε τα οποιαδήποτε ιδιωτικά ιδρύματα παραμένουν περιθωριακής σημασίας, εμβέλειας και εγκυρότητας. Οι πολυτελείς αλλά ασήμαντες υπηρεσίες που προσφέρουν απευθύνονται αποκλειστικά σε γόνους των κυρίαρχων στρωμάτων. Με αυτή την έννοια λοιπόν, αυτή καθεαυτή η νομιμοποίηση ιδιωτικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών μπορεί να παραμένει κοινωνικά αδιάφορη και, υπό ορισμένους όρους, πολιτικά ανεκτή.
Έτσι, το σχέδιο της ιδιωτικοποίησης έχει και ένα δεύτερο σκέλος. Για να ανοίξει διάπλατα η πόρτα της εμπορευματοποίησης των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, η νομιμοποίηση των ιδιωτικών ΑΕΙ πρέπει να συνοδευτεί από την υποβάθμιση των δημόσιων. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Στο πλαίσιο της συστηματικής αποψίλωσης του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων, η επαπειλούμενη ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ συνδυάζεται με την προοδευτική απαγκίστρωση του κράτους από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η παγίως υφέρπουσα οπισθοβουλία του κυρίαρχου περί ΑΕΙ λόγου.
Η απελευθέρωση του «υγιούς αγοραίου εκπαιδευτικού ανταγωνισμού» παρέχει στην πολιτεία το πρόσχημα για να νίψει τας χείρας της για το μέλλον της εκπαίδευσης. Μ’ ένα σμπάρο λοιπόν, δυο τρυγόνια. Από τη στιγμή που θα ενσκήψει ο νόμος της αγοράς και οι αγοραίες λύσεις που θα προκύψουν θα είναι εξορισμού ορθολογικές, και ο φορολογούμενος δεν θα βαρύνεται πια με το επαχθές κόστος της αναπαραγωγής των ιδεών, της γνώσης και του κοινού πολιτισμού. Το laissez-faire επεκτείνεται στην αξιακή και ιδεολογική συγκρότηση της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό ακριβώς είναι και το αιτούμενο.
Υπάρχουν βέβαια και ορισμένες «παράπλευρες απώλειες». Με τη συρρίκνωση της ευρύτερης δημόσιας σφαίρας, η σημασία ενός τουλάχιστον δημόσιου αγαθού επιτείνεται. Και αυτό είναι το αγαθό της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Δεν είναι περίεργο. Όσο αποδυναμώνεται η ευθύνη του κράτους για τη συντήρηση της κοινωνικής συνοχής και ομοιογένειας, όσο δηλαδή υποχωρεί η φαντασίωση του «γενικού συμφέροντος», τόσο πιο αναγκαίες είναι η βία και η καταστολή και τόσο η πολιτική παρέμβαση τείνει να επικεντρώνεται σε αρχέγονες κατασταλτικές και αστυνομικές λειτουργίες. Αυτός φαίνεται να είναι ο «καλύτερος των δυνατών ελεύθερων κόσμων» προς τον οποίο οδεύουμε ακάθεκτοι. Και αυτή ακριβώς είναι η πεμπτουσία του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου αντικρατισμού.
Οι επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης: ο «νόμος του Γκρέσαμ» στην παιδεία
Στενά συνδεδεμένο είναι και το δεύτερο ζήτημα. Ο αγοραίος ανταγωνισμός, μας λένε, η ελεύθερη δηλαδή πρoσφορά και ζήτηση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, θα οδηγήσει περίπου αυτομάτως στην ποιοτική τους αναβάθμιση. Μέσα από το αόρατο χέρι της αγοράς, το «καλό» θα επιπλεύσει, εξαφανίζοντας το «κακό» και περιθωριοποιώντας το «μέτριο». Στην πραγματικότητα βέβαια ισχύει το εντελώς αντίθετο. Ακολουθώντας τον νόμο του Γκρέσαμ για το νόμισμα, φαίνεται πως, υπό ορισμένες περιστάσεις, το κακό διώχνει το καλό. Η εμπειρία, τόσο της ανατολικής Ευρώπης, όσο και η δική μας, δείχνει ότι η υπαγωγή των εκπαιδευτικών υπηρεσιών στους νόμους της αγοράς έχει καταστρεπτικές συνέπειες. Δεν θα γεμίσουμε με Χάρβαρντ, Πρίνστον, Καίμπριτζ και Οξφόρδες.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ιδιωτικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες θα παρέχονται από αυτοσχέδια κακέκτυπα ιδρύματα, που μόνο σκοπό θα έχουν την όσο το δυνατόν ταχύτερη απόσβεση των επενδύσεών τους.
Ας μη βιαστούμε λοιπόν να επικαλεστούμε το παράδειγμα των μεγάλων επώνυμων ιδρυμάτων της Δύσης. Πρέπει να θυμηθούμε πως τα Χάρβαρντ και οι Οξφόρδες είναι τύποις μόνον ιδιωτικά ιδρύματα. Εδώ και αιώνες, έχουν τεράστια δική τους περιουσία, δεν οργανώνονται ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, διοικούνται από ανεξάρτητα και συνήθως ανιδιοτελή σώματα και αναπτύσσουν τη δράση τους με μόνο γνώμονα το κοινό, δηλαδή το δημόσιο, συμφέρον.
Τα ιδρύματα αυτά είναι τα θαυμαστά ιστορικά προϊόντα μιας μακρόχρονης εμμονής στην ανιδιοτελή θεραπεία του μεγάλου, του ωραίου και του αληθινού, στο ιδιαίτερο πλαίσιο των αγγλοσαξονικών φιλελεύθερων κοινωνιών. Όπως ακριβώς και τα αντίστοιχα δημόσια ιδρύματα της ηπειρωτικής Ευρώπης, τις Σορβόννες, τις Χαϊδελβέργες, τις Πάντοβες και τις Ουψάλες, ιδρύθηκαν και υπάρχουν με στόχο να προσφέρουν σοφία και γνώση, όχι για να αντλήσουν κέρδη από την προσφορά τους.
Το κύρος τους, αλλά και η συνεχιζόμενη χρηματοδότησή τους (ιδιωτική και κρατική) συναρτώνται με την μακραίωνη θεσμική και ιδεολογική τους παράδοση. Και οι παραδόσεις δεν οικοδομούνται εν μια νυκτί.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η ιδιωτικοποίηση θα είναι καταστρεπτική και για άλλους λόγους, καθαρά «υλικούς». Είναι πράγματι σαφές ότι οι αναγκαίες οικονομικές επενδύσεις για μια «σοβαρή» εκπαίδευση είναι τόσο μεγάλες και συνεχείς, ώστε να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να εμφανίζονται ευθέως κερδοφόρες. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο επιμέρους γνωσιακοί τομείς, όπως π.χ. το «μπίζνες αντιμινιστρέισιον» --που οι τίτλοι ευγενείας του παραμένουν ακόμα αγγλόφωνοι-- μπορούν να οργανωθούν επιτυχώς εκ των ενόντων και με περιορισμένους πόρους. Η σκληρή γνώση, οι πειραματικές και εργαστηριακές επιστήμες, η βιολογία και η ιατρική προϋποθέτουν τεράστια πάγια κεφάλαια, που δεν θα αποσβεσθούν ποτέ. Και, με αυτήν την έννοια, το δίλημμα είναι εντελώς αντίθετο από ό,τι το παρουσιάζουν.
Στην πραγματικότητα, τα ΑΕΙ είτε θα παραμένουν δημόσια ή τουλάχιστον δημόσιου ενδιαφέροντος και θα χρηματοδοτούνται σαν τέτοια κατ’ απόλυτη προτεραιότητα (αυτό ακριβώς το αίτημα εξέφραζε το περίφημο 15% στην εκπαίδευση) είτε, μοιραία, θα παρακμάσουν και θα εκφυλισθούν.
Υπάρχουν βέβαια και μεσοβέζικες λύσεις. Τέτοιες π.χ. επιχειρήθηκαν στην μετατσαουσέσκειο Ρουμανία όπου, για ένα διάστημα τουλάχιστον, εφευρετικοί επιχειρηματίες νοίκιαζαν αντί πινακίου φακής τα ήδη δεδομένα δημόσια πανεπιστημιακά εργαστήρια και τις αίθουσες, προσέφεραν επιμίσθια στους αποδιοργανωμένους καθηγητές και εισέπρατταν τεράστια δίδακτρα από τους δυστυχείς φοιτητές, που δεν είχαν άλλη λύση από το να πληρώσουν αδρά.
Έτσι, ειρωνικά, φαίνεται να γεννήθηκε ένας νέος και ιστορικά πρωτόφαντος τρόπος παραγωγής όπου η ιδιωτική κερδοφορία θα οργανώνεται με εκχώρηση δημόσιου πλούτου, ένας τρόπος παραγωγής που φαίνεται να κερδίζει όλο και περισσότερους θιασώτες, εντός και εκτός συνόρων.
Οι μετασοσιαλιστικοί κερδοσκοπικοί αυτοσχεδιασμοί εμφανίζονται επινοητικότεροι και από τον ίδιο τον Καρλ Μαρξ. Γλιτώνοντας το δημόσιο από την ευθύνη ενός πάντα επίμαχου πολιτικού προγραμματισμού, η παραχώρηση και «αξιοποίηση» δημόσιων συμβολικών μονοπωλίων μπορεί να ανοίξει τον δρόμο σε νέες επιχειρηματικές περιπέτειες. Αυτό είναι και το αιτούμενο.
Ας τα εκπλειστηριάσουμε λοιπόν, ως τάχιστα, πουλώντας η νοικιάζοντάς τα σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο. Ακόμα και ως δυσλειτουργικά, κάτι μπορεί να «πιάσουν». Και, επιπλέον, θα απαλλαγούμε και από τους αιώνιους φοιτητές και τις φοιτητικές παρατάξεις που τους εκπροσωπούν και από την γκρίνια των πανταχού παρόντων εταίρων μας!
Η τρίτη παρατήρησή μου αναφέρεται στις συχνά ασυνείδητες αλλά σημαντικές ιδεολογικές μετατοπίσεις που έχουν καταστήσει δυνατές τις πρόσφατες εξελίξεις. Έτσι, πρέπει να θυμηθούμε ότι σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο το ζήτημα της εκπαίδευσης συνδέθηκε ευθέως με το ζήτημα της δημοκρατίας. Θυμίζω πως η «ελιτίστικη» εκπαίδευση του παρελθόντος, που διοχέτευε τους νέους σε δυο χωριστά και σχεδόν αδιάβροχα εκπαιδευτικά «δίκτυα» --των προνομιούχων από τη μια μεριά, και των απόκληρων από την άλλη--, μπήκε στο στόχαστρο των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.
Σε όλο τον κόσμο, και κατεξοχήν στη χώρα μας, τα δημοκρατικά πολιτικά κινήματα επιδίωξαν, και πέτυχαν, να ανοίξουν τα ΑΕΙ σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, να περιορίσουν την εκπαιδευτική επιλογή και να αμβλύνουν τα κατεστημένα ταξικά προνόμια των «κληρονόμων».
Αυτόν ακριβώς το στόχο είχε το αίτημα για εκδημοκρατισμό της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτό ήταν και το μήνυμα του συνθήματος «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Όποιο και να ήταν το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, οποιαδήποτε και να ήταν η οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η δομή της όφειλε πλέον να εμφανίζεται ανοικτή και δημοκρατική. Ακόμα και αν τα ταξικά προκρίματα είναι αδύνατον να εξαφανισθούν εντελώς, η ακάθεκτη πορεία των κοινωνιών προς την «αξιακή πρόοδο» επέτασσε τη δυνατότητα πρόσβασης όλων στους μηχανισμούς της εκπαίδευσης.
Είναι λοιπόν εντελώς αξιοσημείωτο ότι, στις μέρες μας, ο προβληματισμός γύρω από την εκπαιδευτική δικαιοσύνη και τους όρους της εκπαιδευτικής επιλογής φαίνεται να έχει εκλείψει εντελώς.
Η δωρεάν παιδεία, που ήταν η αναγκαία θεσμική προϋπόθεση για την ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών, εμφανίζεται πλέον ως παρωχημένο και αναχρονιστικό αίτημα.
Στη θέση του «εκδημοκρατισμού» της εκπαίδευσης εισβάλλει ακάθεκτα η ιδέα του «εκσυγχρονισμού» της. Η σύγχρονη ιδέα της ανταγωνιστικής οικονομικής ανισότητας εξοβελίζει την παλαιά ιδέα της δημοκρατικής πολιτικής ισότητας. Στο όνομα της παραγωγικότητας, η εκπαίδευση θα οργανωθεί σε αγοραία ιδιωτική βάση και με αγοραίες προδιαγραφές.
Ακόμα λοιπόν και αν παραμένουν τύποις δημόσια, τα ΑΕΙ «οφείλουν» να λειτουργούν έλλογα και αποτελεσματικά, ως εάν ήσαν ιδιωτικά.
Η συνταγή είναι γνωστή: για να αποφευχθούν περιττές και ανορθολογικές «σπατάλες», καμία υπηρεσία δεν επιτρέπεται πια να παρέχεται δίχως αντικαταβολή. Ο χρήστης είναι απλός πελάτης που, όπως όλοι οι έλλογοι πελάτες-άτομα, καλείται να πληρώσει ανάλογα με το ατομικό όφελος στο οποίο προσβλέπει.
Σε αυτό ακριβώς συνοψίζεται η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η πρόσβαση στη γνώση αφορά πρωτίστως τους έλλογους χρήστες που επιδιώκουν την ατομική τους ενσωμάτωση στην κοινωνία, υπό τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους. Η εκπαιδευτική απόφαση είναι λοιπόν μια προσωπική και μόνον υπόθεση και, όπως όλες οι έλλογες αποφάσεις, θα λαμβάνεται με αποκλειστικό κριτήριο το ατομικό κόστος και το προσδοκώμενο ατομικό όφελος.
Στην ουδέτερη αγορά, το θέμα των «διδάκτρων» είναι παραπλήσιο με το θέμα των αγοραίων τιμών ή «αντικαταβολών» όλων των άλλων αγαθών η υπηρεσιών. Και, όπως συμβαίνει και με όλες τις άλλες αγοραίες ετυμηγορίες, οι τιμές ισορροπίας είναι εξ ορισμού σωστές, άρα και «δίκαιες». Κανείς δεν χρωστά τίποτε σε κανέναν. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα των ανθρώπων μπροστά στους όρους της επιβίωσής τους θα κριθούν από το ύπατο αγοραίο δικαστήριο. Αυτή ακριβώς είναι η σύγχρονη θεοδικία.
Υπό τους όρους αυτούς, είναι απολύτως εύλογο να θεωρείται ότι η εμμονή στη δημοκρατική λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης ως θεμελιώδους δημόσιου αγαθού έννομου είναι «αντιδραστική» και παρωχημένη.
Ακόμα και αν είναι προς το παρόν συμβολικά και πολιτικά δύσκολο να ιδιωτικοποιηθεί και να απορυθμισθεί στο σύνολό της, η δημόσια εκπαίδευση καλείται επειγόντως να «προσαρμοσθεί» στα κελεύσματα της αγοράς. Και, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να εγκαταλείψει όλες τις αξιακές και ιδεολογικές παρωπίδες που την καθήλωναν στα δεσμά μιας «ξεπερασμένης ιδεοληψίας».
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, μαζί με το τέλος της ιστορίας, αναγγέλλεται το τέλος της ιδεολογίας, το τέλος της πολιτικής, το τέλος της δημοκρατίας και το τέλος των δημόσιων αγαθών. Η κοινωνία μας δεν χρειάζεται αξίες ή ιδέες.
Με το σύνδρομο ΤΙΝΑ (: δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση), η πολιτεία παραιτείται από τη δυνατότητά της να αποφασίζει η ίδια με δημοκρατικές διαδικασίες για το τι θέλει να θεωρεί πρόοδο.
Εφεξής, πράγματι, η πρόοδος είναι συνώνυμη με την οικονομική ανάπτυξη, η ανάπτυξη προϋποθέτει την πλήρη αγοραία απορύθμιση και η απορύθμιση συνεπάγεται την εξαφάνιση όλων των εξωαγοραίων αξιακών παραμέτρων. «Καλή» και «άξια» γνώση τείνει πια να θεωρείται μόνον η «χρήσιμη» γνώση που θα επικυρωθεί ίσως αργότερα στην ελεύθερη αγορά εργασίας.
Ως «άχρηστα» λοιπόν, όλα τα άλλα, όλες οι εσωτερικευμένες κοινωνικές αξίες --εθνικές και οικουμενικές--, η αλληλεγγύη, η αδελφότητα, το ξεχασμένο τρίτο συστατικό του επαναστατικού τρίπτυχου, οι συμβολικές ανταλλαγές, οι αμοιβαιότητες και συλλογικότητες, ό,τι δηλαδή συγκροτούσε τον νεωτερικό «πολιτισμό» του Διαφωτισμού μπορούν να εξοβελιστούν από το εκπαιδευτικό σύστημα.
Με αποκλειστικό γνώμονα το ατομικό τους συμφέρον, οι «χρήστες» και «πελάτες» του πρέπει να πεισθούν πως η παιδεία την οποία θα επιλέξουν, και θα πληρώσουν, δεν μπορεί παρά να είναι το προανάκρουσμα της αδυσώπητης ανταγωνιστικής κοινωνίας στην οποία καλούνται να επιζήσουν.
Και έτσι, η ιδεατά αυτόνομη παιδεία θα αναδειχθεί σε ετερόνομη εκπαίδευση. Μετά από τρεις αιώνες, ο εργαλειακός ατομικιστικός ωφελιμισμός φαίνεται να επικρατεί δίχως αντίπαλο.
Η πανουργία της ιστορίας: το δημόσιο πανεπιστήμιο τόπος αντίστασης
Όμως, η ιστορία είναι πάντα πανούργα και η αχλάδα έχει πάντα πίσω της μιαν ουρά. Το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι ο κατεξοχήν τόπος αντίστασης σε αυτές τις εξελίξεις. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο συγκεντρώνει τους μύδρους των ζηλωτών της «πολιτικής ορθότητας».
Παρά τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές του, παρά τις αντιφάσεις και τις εκτροπές του, παρέχει ακόμα τη δυνατότητα σε εκείνους που φοιτούν να σκέπτονται κριτικά, να αναστοχάζονται δημιουργικά και να αντιπαρατίθενται δυναμικά στις επίσημες δοξασίες, βεβαιότητες και ορθοδοξίες, στις οποίες ίσως να μην πιστεύουν ούτε καν αυτοί που τις εκστομίζουν.
Και αυτός είναι ίσως ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο η επιβίωση των δημόσιων ΑΕΙ είναι ζήτημα που δεν αφορά μόνο τα ίδια, τους «πελάτες» τους, την οικονομία, τους όρους παραγωγής της γνώσης και την εκπαίδευση ως χωριστό κοινωνικό υποσύστημα.
Αφορά την κοινωνία στο σύνολό της και τις αξιακές και κοσμοθεωρητικές της προδιαγραφές.
Αν το βραχυπρόθεσμο κοινό μας μέλλον θα διαγραφεί μέσα από οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται τις περισσότερες φορές ερήμην των πολιτών, οι μακροπρόθεσμεςπολιτιστικές προοπτικές των κοινωνιών μας συναρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους υπόγειους και ύπουλους μετασχηματισμούς στον τρόπο διαμόρφωσης των ατομικών προοπτικών και φαντασιώσεων. Και είναι γεγονός ότι οι πολύτιμες και αναντικατάστατες φαντασιώσεις για την αξιακή πρωτοκαθεδρία του συλλογικού ενάντια στο ατομικό δεν μπορούν να αναπαραχθούν παρά μόνο στους κόλπους ενός ιδεολογικού συστήματος που παραμένει ακόμα ανοικτό στην αμφισβήτηση των ίδιων του των προδιαγραφών.
Και αυτή ακριβώς είναι η υψηλότερη, ίσως, υπηρεσία που καλείται να προφέρει το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο πανεπιστήμιο. Είναι επίσης και δημόσιο. Και, επειδή ακριβώς είναι δημόσιο, εκφράζει την κοινωνία, τον «δήμο» που καλείται να ομογενοποιήσει και να εκπαιδεύσει. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η πολιτεία ανέθεσε στη δημόσια εκπαίδευση να σκέπτεται και να λειτουργεί αυτόνομα. Με αυτή την έννοια, η λαϊκή κυριαρχία και η πανεπιστημιακή αυτονομία είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: υπάρχουν για να μπορεί να προτάσσονται ενάντια σε οτιδήποτε απειλεί την αυτοτέλεια των αυτοθεσπιζόμενων ιστορικών συλλογικών οντοτήτων. Και αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος για το οποίο η παραγωγή και η αναπαραγωγή των ιδεών των αξιών και της γνώσης οφείλει να παραμείνει αναπαλλοτρίωτο δημόσιο αγαθό. Έτσι και μόνο μπορεί να εξασφαλισθεί η συλλογική κοινωνική αυτογνωσία, έτσι και μόνο όλοι, νέοι και πρεσβύτεροι, μπορούν να συνεχίσουν να νιώθουν ελεύθεροι όχι μόνο να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους αλλά και να σκέφτονται γύρω από το νόημά της και την ιστορική της πορεία.
του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών