12 Μαρ 2011

Μια χώρα που πεθαίνει

Το φάντασμα μιας επίσημης πτώχευσης τύπου Αργεντινής του 2001 φαίνεται να στοιχει­ώνει την Ελλάδα και την ευρωζώνη. Αυτό υποδηλώνει και η τελευ­ταία υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τη Moody’s. Νωρίς το πρωί της Δευτέρας ο οίκος Moody’s υποβάθμισε εκ νέου την ελ­ληνική οικονομία σε «B1» από «Βa1» (τρεις βαθμίδες) και επισήμανε τις αρ­νητικές προοπτικές των ratings, ολο­κληρώνοντας τη νέα διαδικασία αξιο­λόγησης, η οποία είχε ξεκινήσει στις 16 Δεκεμβρίου 2010.

Οι λόγοι που επικαλείται ο διεθνής οίκος είναι οι εξής: Τα δημοσιονομικά μέτρα και οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για να σταθεροποιηθεί το χρέος είναι φιλόδοξα και εμπεριέχουν σημαντικό κίνδυνο εφαρμογής, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί έως τώρα. Αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα προσαρμογής είναι εξωπραγματικό και επομένως η επίσημη πτώχευση της χώ­ρας αναπόφευκτη.
Σύμφωνα με τη Moody’s, η υποβάθ­μιση σχετίζεται με την εκτίμηση ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί να ικανοποιήσει τις συνθήκες που απαιτούνται για την έξοδό της στις αγορές μετά το 2013, πράγμα που θα οδηγήσει σε αναδιάρ­θρωση του υπάρχοντος χρέους. «Επι­πλέον, ο κίνδυνος μιας αναδιάρθρω­σης μετά το 2013 μπορεί να οδηγήσει τις ελληνικές αρχές και τους επενδυ­τές να συμμετάσχουν σε μια εθελοντι­κή ανταλλαγή ομολόγων πριν από αυτή την ημερομηνία» σημειώνει ο διεθνής οίκος. Την επομένη, ο Αντόνιο Μπόργκες, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ, δήλωσε: «Είμαστε πεισμένοι ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει, ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και ότι το πρόγραμμά μας θα στεφθεί με επιτυχία».

Για την υποβάθμιση της Ελλάδας από τη Moody’s δήλωσε ότι «αυτή δεν είναι η πρώτη και πιθανόν να μην είναι η τε­λευταία», αφήνοντας να εννοηθεί ότι η κατάσταση δεν έχει πιάσει πάτο ακόμη. Σύμφωνα με τον Μπόργκες, το ελληνικό πρόγραμμα είναι ακόμη στα αρχικά του στάδια, δεν πρέπει να περιμένει κανείς «θαύματα». «Πιθανότατα βρισκόμαστε σε μια στιγμή που οι οικονομικές συνέ­πειες είναι περισσότερο δύσκολο να γί­νουν αποδεκτές και ο λαός γίνεται όλο και πιο σκεπτικός» πρόσθεσε. «Όμως αυτό είναι ένα μακροπρόθεσμο πρό­γραμμα, πρέπει να είμαστε περισσότερο υπομονετικοί και να περιμένουμε» («Wall Street Journal», 8.3).

Η αποσύνθεση της ελληνικής οικονομίας

Εν τω μεταξύ η Ελλάδα συνεχίζει να πεθαίνει και να αποσυντίθεται. Τα οικο­νομικά δεδομένα ξεπερνούν κάθε δυ­σοίωνη πρόβλεψη. Το ΑΕΠ της χώρας, αν υπολογιστεί σε σταθερές τιμές του 2000, μειώθηκε το 2010 κατά 6,8%! Κι αυτό αποτελεί προσωρινή εκτίμηση. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση από την αρχή της μεταπολίτευσης και οφείλεται πρωτίστως στην τρομακτι­κή συρρίκνωση της κατανάλωσης και στην πτώση των επενδύσεων, που αι­σίως βρίσκονται στο επίπεδο του 1998.

Η δεκαετία του ευρώ είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ για τις επενδύσεις.

Ο δείκτης όγκου λιανικών πωλή­σεων, δηλαδή ο τζίρος της αγοράς σε πραγματικές τιμές, σημείωσε μείωση κατά 6,2% και κατρακύλησε αισίως στο επίπεδο του 2004, ενώ ο δείκτης κύ­κλου εργασιών μειώθηκε το 2010 κα­τά 1,1%. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον δείκτη τιμών καταναλωτή να τρέχει με ρυθμό 5,2% σε δωδεκάμηνη βάση και να υπερβαίνει τον μέσο τιμάριθμο της ευρωζώνης σχεδόν κατά 4%. Ούτε επί­σης τον δείκτη τιμών παραγωγού στη βιομηχανία να τρέχει με ρυθμό 7,3% σε δωδεκάμηνη βάση! Κάτι που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των τι­μών των εισαγωγών κατά 9,4%. Με τον τρόπο αυτό η χώρα κυριολεκτικά λεη­λατείται από τις μονοπωλιακά υψηλές τιμές των εισαγόμενων προϊόντων που υπερβαίνουν τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης κατά 5%.
Την ίδια ώρα η εξωτερική εικόνα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώνεται ραγδαία.
Ο πίνακας παρουσιάζει τα βα­σικά δεδομένα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών. Σύμφωνα με αυτόν παρατηρούμε τα εξής:

1 Η μείωση των εισαγωγών συνεχί­ζεται και το 2010 ως αποτέλεσμα της συνολικής συρρίκνωσης της οικο­νομίας, τόσο στο επίπεδο της εγχώριας κατανάλωσης και του ΑΕΠ όσο και στο επίπεδο των επενδύσεων. Γι’ αυτό και η μείωση του εμπορικού ελλείμματος παρακολουθεί την αποδυνάμωση των βιορυθμών της ελληνικής οικονομίας.

2 Η αύξηση των εξαγωγών, που ο πρωθυπουργός έχει αναφέρει ως ένδειξη ανάκαμψης της οικονομίας, οφείλεται κυρίως σε κερδοσκοπία με­ταπρατικού χαρακτήρα. Οι συνολικές εισπράξεις από εξαγωγές αγαθών αυ­ξήθηκαν κατά 27,2%, λόγω της πολύ μεγάλης αύξησης των εισπράξεων από εξαγωγές καυσίμων και πωλήσεις πλοί­ων. Το καρτέλ των διυλιστηρίων επιδο­τεί, μέσω των αυξημένων τιμών καυσί­μων στην εσωτερική αγορά, την κερδο­σκοπία με την επανεξαγωγή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πλοία.

3 Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπη- ρεσιών αυξήθηκε, καθώς η μείωση των καθαρών πληρωμών για ταξιδιω­τικές και για λοιπές υπηρεσίες υπερα-ντιστάθμισε τον περιορισμό των καθα­ρών εισπράξεων από υπηρεσίες μετα­φορών. Οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες μειώθηκαν κατά 20,2% ένα­ντι του Δεκεμβρίου 2009, ενώ οι πληρω­μές για ταξιδιωτικές υπηρεσίες μειώθη­καν κατά 27,6%. Σημειώνεται ότι αυτές οι μεγάλες μειώσεις αντανακλούν την παρακώλυση των συγκοινωνιών στην Ευρώπη εξαιτίας των ιδιαίτερα δυσμε­νών καιρικών συνθηκών τον Δεκέμβριο. Όλα αυτά υπογραμμίζουν πόσο ευάλω­τη είναι μια οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες από αστάθμητους παρά­γοντες της παγκόσμιας αγοράς.

4 Το έλλειμμα του ισοζυγίου εισοδημάτων αυξήθηκε κατά 108 εκατ. ευρώ, σχεδόν αποκλειστικά λόγω της ανόδου των καθαρών πληρωμών για τό­κους, μερίσματα και κέρδη.
Η ελληνική οικονομία, ακόμη και στις συνθήκες αυ­τής της κρίσης, εξακολουθεί να πληρώ­νει στο εξωτερικό πάνω από 13 δισ. ευ­ρώ τόκους, μερίσματα και κέρδη, που υπερβαίνουν σχεδόν κατά 3 φορές τα δηλωμένα επιχειρηματικά κέρδη των μεγάλων ανωνύμων εταιρειών στην εφορία.

5 Το πλεόνασμα του ισοζυγίου των τρεχουσών μεταβιβάσεων μειώθη­κε κατά 1,1 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2009. Η μείωση αυτή προέκυψε από το γεγονός ότι οι «λοιποί τομείς» (με­ταναστευτικά εμβάσματα κ.λπ.) εμφά­νισαν καθαρές μεταβιβαστικές πληρω­μές ύψους 98 εκατ. ευρώ έναντι καθα­ρών εισπράξεων ύψους 444 εκατ. ευρώ το 2009, ενώ οι καθαρές μεταβιβαστι­κές εισπράξεις του τομέα της γενικής κυβέρνησης (κυρίως από την Ε.Ε.) μειώ­θηκαν κατά 520 εκατ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή προκύπτει κατά τα 2/3 περίπου από τη μείωση των εισπράξεων και κατά το 1/3 από την αύξηση των πληρωμών.

6 Το 2010 το ισοζύγιο κεφα-λαιακών μεταβιβάσεων εμ­φάνισε πλεόνασμα 2,1 δισ. ευρώ, έναντι 2,0 δισ. ευρώ το 2009. Η εξέ­λιξη αυτή αντανακλά, κατά το μεγα­λύτερο μέρος της, την αύξηση των κεφαλαιακών μεταβιβάσεων από την Ε.Ε. προς τον τομέα της γενικής κυβέρ­νησης. Το συνολικό ισοζύγιο μεταβιβά­σεων (τρεχουσών και κεφαλαιακών) παρουσίασε πλεόνασμα 2,3 δισ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 3,3 δισ. ευρώ το 2009. Η δημοσιονομική εξάρτηση από την Ε.Ε. αυξήθηκε σημαντικά.

7 Το 2010 οι άμεσες επενδύσεις εμ­φάνισαν καθαρή εισροή ύψους 694 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα η καθαρή εισροή κεφαλαίων ξένων για άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα ανήλθε σε 1,7 δισ. ευρώ (έναντι καθαρής εισροής 1,8 δισ. ευρώ το 2009) και κατά κύριο λόγο αφορούσε την αύξηση της συμμετοχής ξένων επενδυτών στο μετοχικό κεφά­λαιο της Εμπορικής και της Γενικής Τρά­πεζας, ενώ η καθαρή εκροή κεφαλαίων κατοίκων Ελλάδος για άμεσες επενδύ­σεις στο εξωτερικό έφθασε το 1,0 δισ. ευρώ (έναντι 1,5 δισ. ευρώ το 2009).

8 Το 2010 σημειώθηκε καθαρή εκροή ύψους 20,9 δισ. ευρώ στην κατηγορία των επενδύσεων χαρτοφυ­λακίου (έναντι καθαρής εισροής 27,9 δισ. ευρώ το 2009). Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως τη φυγή κεφαλαίων λόγω μείωσης των τοποθετήσεων ξέ­νων σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια που εκδόθηκαν εντός της Ελλάδος (κα­τά 33,0 δισ. ευρώ), καθώς και σε μετο­χές ελληνικών επιχειρήσεων (κατά 1,1 δισ. ευρώ). Εκροή ύψους 1,1 δισ. ευρώ σημειώθηκε επίσης λόγω της αύξησης των τοποθετήσεων κατοίκων σε μετο­χές του εξωτερικού. Οι εκροές αυτές αντισταθμίστηκαν εν μέρει από την εισ­ροή κεφαλαίων λόγω μείωσης των το­ποθετήσεων των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων και θεσμικών επενδυτών σε ομόλογα και σε χρηματοοικονομικά πα­ράγωγα του εξωτερικού (κατά 14,1 και 0,3 δισ. ευρώ αντίστοιχα).
Με άλλα λό­για, μέσα στο 2010 έφυγαν στο εξωτε­ρικό πάνω από 35,2 δισ. ευρώ σε επεν­δύσεις χαρτοφυλακίου.

9 Στην κατηγορία των «λοιπών» επεν­δύσεων η καθαρή εισροή ύψους 42,0 δισ. ευρώ (έναντι καθαρής εκρο­ής 3,6 δισ. ευρώ το 2009) οφείλεται κυ­ρίως στον καθαρό δανεισμό του τομέα της γενικής κυβέρνησης ύψους 30,0 δισ. ευρώ, καθώς και στην αύξηση των τοποθε­τήσεων ξένων σε καταθέ­σεις και repos στην Ελλάδα κατά 3,9 δισ. ευρώ (εισροή). Επίσης, μείωση κατά 7,7 δισ. ευρώ εμφάνισαν οι τοποθετήσεις των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων και θεσμικών επενδυτών σε καταθέσεις και repos στο εξωτερικό (εισροή). Τα δεδομένα δείχνουν μια γενικευμέ­νη κατάρρευση της οικονομίας. Γι’ αυτό και πρυτανεύει η φυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό. Το 2010 έφυγαν στο εξωτερικό πάνω από 48,2 δισ. ευρώ με τη μορφή επενδύσεων χαρτοφυλακίου, τόκων, μερισμάτων και κερδών. Αν σκε­φτεί κανείς ότι η κυβέρνηση από τις πε­ριοριστικές πολιτικές της εξοικονόμησε γύρω στα 17 δισ. ευρώ, μπορεί να κατα­λάβει γιατί η εφαρμοζόμενη πολιτική είναι τελείως ατελέσφορη και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην πτώχευση με τη μια ή την άλλη μορφή.

Προτεραιότητα οι ελεγχόμενες πτωχεύσεις

Η κατάσταση έχει ξεφύγει και η ευρωζώνη δεν μπορεί πια να αντιμετωπίσει το πρό­βλημα του χρέους και των χρεοκοπιών στο εσωτερικό της. Έτσι είχαμε την εκτίναξη των επιτοκίων του 10ετούς ελληνικού ομο­λόγου στη δευτερογενή αγορά σε 12,35%, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο από το 1988. Το ίδιο συνέβη και με τα ομόλογα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, που έφτα­σαν σε ύψη ρεκόρ, στο επίπεδο του 1997 και του 1999 αντίστοιχα. Οι αγορές άρχισαν να πιέζουν προκειμένου να υπάρξει ένας μόνιμος μηχανισμός ελεγχόμενης πτώχευ­σης στην ευρωζώνη που θα εξασφαλίσει ότι η χρεοκοπία της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας κ.ο.κ. δεν θα πλήξει ιδιαίτερα τους επενδυτές και τις τράπεζες.

Αυτός ο μηχανισμός απαιτεί συγκεκριμένες αποφάσεις από τους ευρωκράτες έως τις 25 Μαρτίου. Απαιτεί τη μετατροπή του Ευρωπα­ϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Στήριξης σε μόνιμο μηχανισμό αναδιάρθρωσης χρέ­ους με τα αναγκαία ρευστά διαθέσιμα και τις εγγυήσεις για να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο. Ταυτόχρονα ένας τέτοιος μηχανισμός θα χρειαστεί απευθείας πρόσβαση στις αγορές με σκοπό τη χρηματοδότηση για την επαναγορά χρέους ή ανταλλαγής ομολόγων με χώρες υπό χρεοκοπία. Κι αυτό σημαίνει αναγκαστικά κάποιο είδος κοινού ομολόγου ή ευρωομολόγου. Μπορούν να σηκώσουν αυτό το βάρος οι μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης και ειδικότερα η Γερμανία; Μια τέτοια δέσμευση εκ μέρους της Γερμα­νίας θα σημάνει όχι μόνο την επιδείνωση των όρων δανεισμού της, μια και θα δανεί­ζεται μέσω ευρωομολόγου με υψηλότερα επιτόκια απ’ ό,τι με την έκδοση δικών της ομολόγων, αλλά και μια σοβαρή δημοσιο­νομική επιβάρυνση, μια και θα χρειαστεί να σηκώσει το κύριο βάρος του μηχανισμού αναδιάρθρωσης χρέους της ευρωζώνης. Κι αυτή τη δέσμευση η Γερμανία δεν φαίνεται διατεθειμένη να την αναλάβει.

Σύμφωνα με την Deutsche Welle (7.3), η Μέρκελ δέχεται ισχυρές πιέσεις από τον επιχειρηματικό κόσμο της Γερμανίας για να κρατήσει σκληρή στάση στις συνόδους της Ε.Ε.
Οι υπερχρεωμένες χώρες της ευρω­ζώνης θα πρέπει να παραπέμπονται σε μια διαδικασία ελεγχόμενης πτώχευσης. Μια έγκαιρη αναδιάρθρωση του χρέους τους θα πρέπει να είναι ένα από τα εργαλεία της ευ­ρωπαϊκής πολιτικής, υποστηρίζουν σε κοινή τους ανακοίνωση εργοδοτικοί και επιχειρη­ματικοί σύνδεσμοι της Γερμανίας.
του Δημήτρη Καζάκη, οικονομολόγου - αναλυτή, από την εφημερίδα "Το Ποντίκι", 10/3/2011