Κατηγορηματικά αντίθετοι με τα σενάρια περί ιδιωτικοποίησης του τομέα Καθαριότητας που έχουν «πέσει» στο τραπέζι το τελευταίο διάστημα εμφανίζονται διοίκηση και σωματείο Εργαζομένων του Δήμου Χαλανδρίου.
Τα σενάρια «φούντωσαν» εν μέσω των μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων του Οκτωβρίου.
Η επιλογή της κυβέρνησης να επιστρατεύσει ιδιώτες για την αποκομιδή των χιλιάδων τόνων απορριμμάτων που έπνιγαν την Αττική, αλλά και οι δηλώσεις του τότε υπουργού Εσωτερικών Χάρη Καστανίδη, εν μέσω κινητοποιήσεων, για «πλήρη αλλαγή του υφισταμένου πλαισίου που διέπει την καθαριότητα στους ΟΤΑ» εάν η κατάσταση δεν ομαλοποιηθεί, είχαν ήδη δώσει το «στίγμα» της νέας κατεύθυνσης.
Ωστόσο, την «κερκόπορτα» της ιδιωτικοποίησης είχε ανοίξει μήνες νωρίτερα ο νόμος 3797/2011, με τον οποίο δόθηκε η δυνατότητα στους δήμους, με απόλυτη πλειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου, να λαμβάνουν απόφαση για ανάθεση της καθαριότητας σε ιδιώτες.
Ταλαιπωρούν οι ελλείψεις
Την ίδια στιγμή οι σοβαρές ελλείψεις, τόσο σε προσωπικό όσο και σε εξοπλισμό, «ταλαιπωρούν» τους τομείς Καθαριότητας των Δήμων, έχοντας ως αποτέλεσμα οι περισσότερες υπηρεσίες να λειτουργούν οριακά και να μοιάζουν «ανοχύρωτες» μπροστά στο «κύμα» μειώσεων προσωπικού που έρχεται με τη λήξη των συμβάσεων, αλλά και την εφαρμογή του θεσμού της εργασιακής εφεδρείας.
«Ανεπαρκές» το διαθέσιμο δυναμικό
Με 180 εργαζόμενους -όλων των ειδικοτήτων- λειτουργεί σήμερα ο τομέας Καθαριότητας του Δήμου Χαλανδρίου, σύμφωνα με τον αντιδήμαρχο Περιβάλλοντος Μύρωνα Ανδριανάκη.
Πιο αναλυτικά, στον τομέα αυτόν απασχολούνται 83 μόνιμοι υπάλληλοι, 27 αορίστου χρόνου και 70 συμβασιούχοι. Παράλληλα, όπως εξηγεί ο Μ. Ανδριανάκης, ο αριθμός του προσωπικού που, ενώ έχει οργανική θέση στον Τομέα Καθαριότητας, έχει αποσπαστεί σε άλλες θέσεις του Δήμου, είναι πολύ μικρός και οφείλεται κυρίως σε λόγους υγείας.
Ο αριθμός του διαθέσιμου προσωπικού «ασφαλώς και δεν είναι επαρκής», παραδέχεται ο αντιδήμαρχος. Ωστόσο για την ώρα η διοίκηση του Δήμου δεν εξετάζει το ενδεχόμενο συνεργασίας με ιδιώτες.
«Ο Δήμος Χαλανδρίου έχει οργανωμένη υπηρεσία που καλύπτει όλες τις ανάγκες της πόλης.
Ο γενικός σχεδιασμός είναι να μη χρησιμοποιήσουμε ιδιώτες στην Καθαριότητα».
Ωστόσο, ο Μ. Ανδριανάκης αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να επανεξεταστεί το θέμα, αν η οικονομική κατάσταση του Δήμου επιδεινωθεί στο μέλλον ή αν υπάρξει σημαντική μείωση του προσωπικού, για παράδειγμα λόγω της μη ανανέωσης των συμβάσεων ή της εφαρμογής της εφεδρείας.
Σε κάθε περίπτωση, ο αντιδήμαρχος τονίζει ότι οποιαδήποτε απόφαση θα ληφθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης.
«Απαιτείται εκσυγχρονισμός»
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο τομέας της αποκομιδής και διαχείρισης απορριμμάτων χρειάζεται συνολικά «εξορθολογισμό και εκσυγχρονισμό».
Όπως εξηγεί, η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει τρία στάδια. Το πρώτο είναι η συλλογή των απορριμμάτων, για την οποία την ευθύνη φέρουν αποκλειστικά οι δήμοι. Το δεύτερο είναι η μεταφορά τους σε σταθμούς μεταφόρτωσης, διαδικασία για την οποία υπεύθυνοι είναι και πάλι οι δήμοι και τα συλλογικά τους όργανα, εφόσον η μεταφόρτωση γίνεται με διαδημοτική συνεργασία. Και το τρίτο στάδιο είναι η διαχείριση και αξιοποίηση των απορριμμάτων, διαδικασία για την οποία ευθύνη έχει η Περιφέρεια.
«Σε κανένα από τα παραπάνω στάδια δεν εφαρμόζουμε, αρκετά χρόνια τώρα, ό,τι ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις», τονίζει ο Μ. Ανδριανάκης, υποστηρίζοντας ότι λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στα τελευταία τριάντα χρόνια.
«Πλήρης μηχανική αποκομιδή»
«Στο κομμάτι της συλλογής απορριμμάτων κανένας δήμος στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιεί την πλήρη μηχανική αποκομιδή», υποστηρίζει ο αντιδήμαρχος, προσθέτοντας ότι η μηχανική αποκομιδή απαιτεί σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό αποκομιδής και κατάλληλους κάδους απορριμμάτων.
«Στο εξωτερικό η αποκομιδή γίνεται μηχανικά με το σύστημα της πλάγιας φόρτωσης» λέει, επισημαίνοντας ότι σε αυτή την περίπτωση οι κάδοι που χρησιμοποιούνται είναι σταθερής θέσης, ενώ για το άδειασμά τους δεν απαιτείται η παρέμβαση εργατικού προσωπικού, παρά μόνο του οδηγού του απορριμματοφόρου.
Επιβεβλημένος κατά τον αντιδήμαρχο είναι ο κεντρικός σχεδιασμός από την Πολιτεία στον τομέα της μεταφοράς των απορριμμάτων, που θα επέτρεπε για παράδειγμα να δημιουργηθούν σταθμοί μεταφόρτωσης ανά δύο ή τρεις δήμους.
«Έτσι δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνουν όλα τα οχήματα στον ΧΥΤΑ, με αποτέλεσμα να γίνεται οικονομία στα καύσιμα και να περιορίζεται τόσο η φθορά του μηχανολογικού εξοπλισμού, όσο και η περιβαλλοντική επιβάρυνση» που προκύπτει από τον μεγάλο αριθμό των κινήσεων.
«Ελάχιστη η αξιοποίηση των ΑΣΑ»
Τέλος, στο κομμάτι της επεξεργασίας και αξιοποί-ησης των απορριμμάτων ο Μ. Ανδριανάκης τονίζει: «Δεν επεξεργαζόμαστε και δεν χρησιμοποιούμε παρά μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό από αστικά στερεά απόβλητα (ΑΣΑ)». Όπως λέει, όλα τα απορρίμματα οδηγούνται προς ταφή στον ΧΥΤΑ, χωρίς να γίνεται καμία επεξεργασία, ούτε αξιοποίηση των ανακτήσιμων υλικών «με ό,τι περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτό συνεπάγεται». Ο μόνος τομέας στον οποίο υπάρχει πρόοδος, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η ανακύκλωση: «Στο Χαλάνδρι χρησιμοποιούμε τέσσερα αυτοκίνητα για την αποκομιδή των ανακυκλώσιμων υλικών και την προηγούμενη χρονιά μεταφέραμε στην Ελληνική Εταιρεία Αξιοποίησης Ανακύκλωσης 6.300 τόνους».
Ανήσυχο για το µέλλον το Σωµατείο
Την ίδια στιγμή, για «σοβαρές» ελλείψεις στον τομέα Καθαριότητας του Δήμου Χαλανδρίου κάνει λόγο και ο πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων του Δήμου Αλέκος Βαρβέρης.
«Οι ελλείψεις τόσο σε προσωπικό όσο και σε εξοπλισμό είναι σοβαρές και αδιαμφισβήτητες», σημειώνει χαρακτηριστικά, και συμπληρώνει: «Σε ό,τι αφορά στο προσωπικό αδιάψευστος μάρτυρας αποτελεί η ανάγκη να καταφεύγουμε σε ετήσια βάση στη σύναψη 60 - 70 οχτάμηνων συμβάσεων για την κάλυψη των εργασιών καθαριότητας. Σε ότι αφορά στον εξοπλισμό η κυριότερη αλλά και ταυτόχρονα η σημαντικότερη έλλειψη αφορά στην ανυπαρξία χώρου για την υπηρεσία καθαριότητας καθώς και έλλειψη εξοπλισμού μεταφόρτωσης».
Ο ίδιος εκφράζει την έντονη ανησυχία του για το μέλλον του συγκεκριμένου τομέα, επισημαίνοντας ότι η μη εξαίρεσή του από το πάγωμα των προσλήψεων, «εκτός του είναι απαράδεκτη διότι η κάλυψη των εξόδων καλύπτεται από τα ανταποδοτικά τέλη και όχι από την κρατική επιχορήγηση, ταυτόχρονα στερεί τους Δήμους από ένα καθοριστικό δυναμικό και έναν ύψιστης σημασίας τομέα όπως η δημόσια υγεία».
Όπως υπογραμμίζει, η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος πρέπει να επιχειρηθεί σε δυο επίπεδα: «Πρώτον, σε πολιτικό επίπεδο, σε συνεργασία με τους δημάρχους, να επιδιωχθεί να εξαιρεθεί το προσωπικό καθαριότητας από το πάγωμα των προσλήψεων και δεύτερον σε τοπικό επίπεδο με την δημιουργία κυρίως σταθμού μεταφόρτωσης, με τον οποίο εξασφαλίζουμε διπλάσια σχεδόν απόδοση με μικρή σχετικά ενίσχυση του προσωπικού».
Τέλος, ο εκπρόσωπος του Σωματείου Εργαζομένων δηλώνει κάθετα αντίθετος με το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης της συγκεκριμένης υπηρεσίας, επισημαίνοντας ότι «τα σενάρια αυτά αποτελούν μια δρομολογημένη επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας διαχρονικά, την ίδια στιγμή που οι πολιτικές που ασκούνται υπονομεύουν συστηματικά την δυνατότητα της αυτοδιοίκησης να το χειριστεί με επάρκεια».
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι «η στάση όλων των συνιστωσών της αυτοδιοίκησης, κοινωνία, διοίκηση, δημοτικές παρατάξεις και εργαζόμενοι θα πρέπει να είναι να εργαστούν από κοινού για να αποφευχθεί μια τέτοια προοπτική», τονίζοντας ότι βασικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση αποτελούν, «πέραν των πολιτικών διεκδικήσεων», είναι η άσκηση μιας οικονομικής διαχείρισης που να αξιοποιεί τα ανταποδοτικά τέλη με τον καλύτερο τρόπο και η ενίσχυση υποδομών και εξοπλισμού, που να επιτρέπει στους εργαζόμενους να αποδίδουν και να είναι αποτελεσματικοί στην αποκομιδή.
«Είναι βέβαια σαφές ότι μια τέτοια προσπάθεια εμείς οι εργαζόμενοι θα τη στηρίξουμε», καταλήγει ο κ. Βαρβέρης.
της Αρετής Κοτσολάκου, http://www.amarysia.gr/, 5/12/2011