«Κόβει» την υπερωριακή απασχόληση στο Δημόσιο και τους φορείς του η κυβέρνηση, ενώ αναζητεί τρόπους κατάργησης ή παγώματος μιας σειράς επιδομάτων.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη πρόταση, η καταβολή υπερωριών και νυχτερινών που ανεβάζουν κατά 20% το ύψος των μηνιαίων αποδοχών ενός δημοσίου υπαλλήλου, πρέπει να γίνεται μόνο σ’ αυτούς που εργάζονται σε υπηρεσίες που λειτουργούν πέραν του θεσμοθετημένου ωραρίου.
Το σκεπτικό, που εντάσσεται στο πλαίσιο της μείωσης των λειτουργικών εξόδων του δημοσίου τομέα και ιδιαίτερα των δαπανών μισθοδοσίας, είναι ότι οι περισσότερες υπερωρίες θεωρούνται πλασματικές και χορηγούνται καθαρά και μόνο για ψηφοθηρικούς σκοπούς. Αν και η εκτίμηση αυτή δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, αφού δύσκολα βρίσκει κανείς υπάλληλο μετά τις δύο το μεσημέρι, εντούτοις θεωρείται βέβαιο ότι αν μπει –τελικά– «μαχαίρι» στις υπερωρίες θα προκληθεί έντονο κύμα αντιδράσεων στο σύνολο του προσωπικού που απασχολείται στο Ελληνικό Δημόσιο.
Μεγάλη συζήτηση προβλέπεται να γίνει και για τη διατήρηση ή μη των επιδομάτων ανθυγιεινής εργασίας και κυρίως αυτών που εισπράττουν οι υπάλληλοι που εργάζονται σε υπολογιστή.
Επειδή πλέον το σύνολο του τακτικού και έκτακτου προσωπικού απασχολείται σε Η/Υ και οι δικαιούχοι ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες, εξετάζεται ο επαναπροσδιορισμός του ύψους του και η μείωση κατά πολύ αυτών που τελικά θα το λαμβάνουν.
Στις ελληνικές καλένδες φαίνεται πως παραπέμπεται και η ενσωμάτωση στον βασικό μισθό, όπως είχε δεσμευτεί η κυβέρνηση της Ν.Δ., τεσσάρων επιδομάτων (εξομάλυνσης, χρονοεπίδομα, απόδοσης κα το ειδικό μπόνους των 176 ευρώ).
Από «κόσκινο», αφού πρώτα προηγηθεί λεπτομερής καταγραφή τους, θα περάσουν και τα επιδόματα που καταβάλλονται ως ποσοστό επί των εσόδων ποικιλώνυμων ειδικών λογαριασμών, γεγονός που δυσκολεύει ακόμη και το προσωπικό του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους να προσδιορίσει το ακριβές ύψος τους.
Πάντως η κατάργηση των επιδομάτων, όχι η «συρρίκνωσή» τους, σκοντάφτει σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Και τούτο διότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει μισθό (και όχι πριμ, έστω κι αν έτσι ονομάζεται) οιαδήποτε παροχή καταβάλλεται χωρίς διάκριση σε όλο το προσωπικό.
Το ΣτΕ θεωρεί ότι «τυχόν κατάργηση επιδομάτων αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας».
Αν κάτι δεν απαγορεύεται είναι αυτό που πρόκειται να κάνει η κυβέρνηση, να «παγώσει» ή να μειώσει τα επιδόματα που εισπράττουν προνομιούχες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων.
Παράλληλα, κυβερνητικά στελέχη που ασχολήθηκαν ακροθιγώς με το θέμα, προσπαθώντας να υπερκεράσουν τον νομοθετικό «σκόπελο» του ΣτΕ, προτείνουν να μη συνδέονται τα επιδόματα με τον μισθό, δηλαδή να μη θεωρούνται κεκτημένα, ώστε εν ευθέτω χρόνω να μπορούν με διάφορα νομικίστικα τερτίπια να τα καταργήσουν.
Κοινή διαπίστωση, πάντως, των αρμοδίων κρατικών παραγόντων είναι ότι η σχέση μεταξύ του εισαγωγικού και του καταληκτικού μισθού των εργαζομένων στο Δημόσιο είναι ασήμαντη, ενώ και το κίνητρο απόδοσης έχει χάσει την αρχική αιτιολογική του βάση.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά «η μικρή διαφοροποίηση αμοιβών μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών προσωπικού (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ), δηλαδή μεταξύ αυτών που ασκούν καθήκοντα βοηθητικού προσωπικού, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην επίτευξη της επιθυμητής παραγωγικότητας».
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη πρόταση, η καταβολή υπερωριών και νυχτερινών που ανεβάζουν κατά 20% το ύψος των μηνιαίων αποδοχών ενός δημοσίου υπαλλήλου, πρέπει να γίνεται μόνο σ’ αυτούς που εργάζονται σε υπηρεσίες που λειτουργούν πέραν του θεσμοθετημένου ωραρίου.
Το σκεπτικό, που εντάσσεται στο πλαίσιο της μείωσης των λειτουργικών εξόδων του δημοσίου τομέα και ιδιαίτερα των δαπανών μισθοδοσίας, είναι ότι οι περισσότερες υπερωρίες θεωρούνται πλασματικές και χορηγούνται καθαρά και μόνο για ψηφοθηρικούς σκοπούς. Αν και η εκτίμηση αυτή δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, αφού δύσκολα βρίσκει κανείς υπάλληλο μετά τις δύο το μεσημέρι, εντούτοις θεωρείται βέβαιο ότι αν μπει –τελικά– «μαχαίρι» στις υπερωρίες θα προκληθεί έντονο κύμα αντιδράσεων στο σύνολο του προσωπικού που απασχολείται στο Ελληνικό Δημόσιο.
Μεγάλη συζήτηση προβλέπεται να γίνει και για τη διατήρηση ή μη των επιδομάτων ανθυγιεινής εργασίας και κυρίως αυτών που εισπράττουν οι υπάλληλοι που εργάζονται σε υπολογιστή.
Επειδή πλέον το σύνολο του τακτικού και έκτακτου προσωπικού απασχολείται σε Η/Υ και οι δικαιούχοι ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες, εξετάζεται ο επαναπροσδιορισμός του ύψους του και η μείωση κατά πολύ αυτών που τελικά θα το λαμβάνουν.
Στις ελληνικές καλένδες φαίνεται πως παραπέμπεται και η ενσωμάτωση στον βασικό μισθό, όπως είχε δεσμευτεί η κυβέρνηση της Ν.Δ., τεσσάρων επιδομάτων (εξομάλυνσης, χρονοεπίδομα, απόδοσης κα το ειδικό μπόνους των 176 ευρώ).
Από «κόσκινο», αφού πρώτα προηγηθεί λεπτομερής καταγραφή τους, θα περάσουν και τα επιδόματα που καταβάλλονται ως ποσοστό επί των εσόδων ποικιλώνυμων ειδικών λογαριασμών, γεγονός που δυσκολεύει ακόμη και το προσωπικό του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους να προσδιορίσει το ακριβές ύψος τους.
Πάντως η κατάργηση των επιδομάτων, όχι η «συρρίκνωσή» τους, σκοντάφτει σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Και τούτο διότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει μισθό (και όχι πριμ, έστω κι αν έτσι ονομάζεται) οιαδήποτε παροχή καταβάλλεται χωρίς διάκριση σε όλο το προσωπικό.
Το ΣτΕ θεωρεί ότι «τυχόν κατάργηση επιδομάτων αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας».
Αν κάτι δεν απαγορεύεται είναι αυτό που πρόκειται να κάνει η κυβέρνηση, να «παγώσει» ή να μειώσει τα επιδόματα που εισπράττουν προνομιούχες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων.
Παράλληλα, κυβερνητικά στελέχη που ασχολήθηκαν ακροθιγώς με το θέμα, προσπαθώντας να υπερκεράσουν τον νομοθετικό «σκόπελο» του ΣτΕ, προτείνουν να μη συνδέονται τα επιδόματα με τον μισθό, δηλαδή να μη θεωρούνται κεκτημένα, ώστε εν ευθέτω χρόνω να μπορούν με διάφορα νομικίστικα τερτίπια να τα καταργήσουν.
Κοινή διαπίστωση, πάντως, των αρμοδίων κρατικών παραγόντων είναι ότι η σχέση μεταξύ του εισαγωγικού και του καταληκτικού μισθού των εργαζομένων στο Δημόσιο είναι ασήμαντη, ενώ και το κίνητρο απόδοσης έχει χάσει την αρχική αιτιολογική του βάση.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά «η μικρή διαφοροποίηση αμοιβών μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών προσωπικού (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ), δηλαδή μεταξύ αυτών που ασκούν καθήκοντα βοηθητικού προσωπικού, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην επίτευξη της επιθυμητής παραγωγικότητας».
του Γιώργου Φράγκου, από την εφημερίδα "Αδέσμευτος Τύπος", 23/1/2010