Την ανησυχία της εκφράζει η Κομισιόν για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας σε ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης, όπως στην Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία στην εμπιστοσύνη των επενδυτών στο σύνολο της περιοχής και κυρίως στο ενιαίο νόμισμα.
Όπως τονίζει, μάλιστα, η έκθεση, η ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος για τις τρεις προαναφερόμενες χώρες είναι στην ουσία υπερτιμημένη πάνω από 10%, γεγονός, το οποίο και δείχνει πόσο θα έπρεπε να μειωθούν οι μισθοί ή να αυξηθεί η παραγωγικότητα στις χώρες αυτές, ώστε να γίνουν ξανά ανταγωνιστικές, δεδομένου ότι είναι κλειδωμένες στο ευρώ.
Οι μεγάλες και για πολύ καιρό διαφορές ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, προκαλεί ισχυρές ανησυχίες, τονίζει η Κομισιόν, καθώς μπορεί να υποσκάψει την εμπιστοσύνη για το ενιαίο νόμισμα, όπως επίσης να απειλήσει τη συνοχή της Ευρωζώνης.
Οι διαφορές που υπάρχουν στην ανταγωνιστικότητα αντανακλώνται χαρακτηριστικά στα ελλείμματα ή στα πλεονάσματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών των χωρών μελών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε πέρυσι σε 8,8% του ΑΕΠ για την Ελλάδα, 10,2% για την Πορτογαλία, 5,4% για την Ισπανία, 11,6% για την Κύπρο, ενώ τον ίδιο χρόνο, η Γερμανία παρουσιάζει πλεόνασμα 4%, το Λουξεμβούργο 9,4%, η Ολλανδία 3,1% και η Φιλανδία 1,1%.
Για τους λόγους αυτούς, θεωρεί θεμελιώδους σημασίας τα κράτη μέλεη της Ευρωζώνης να χαράξουν και να προωθήσουν μία φιλόδοξη πολιτική, η οποία θα στοχεύει στην επιτάχυνση και βελτίωση των ενδογενών μηχανισμών διόρθωσης. Σημειώνει, ωστόσο, ότι η διαχείριση των διαφορών θα πρέπει να γίνει ξεχωριστά για κάθε χώρα, αλλά οι προσπάθειες θα πρέπει να είναι συντονισμένες σε επίπεδο Ευρωζώνης, ώστε να είναι αποτελεσματικότερη.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την Κομισιόν, οι αρχές, κυρίως των χωρών που έχουν πρόβλημα, θα πρέπει να φροντίζουν, ώστε να ακολουθούν μία δημοσιονομική πολιτική, που δεν θα επιβραδύνει τις απαιτούμενες διορθώσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Όπως τονίζει, μάλιστα, η έκθεση, η ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος για τις τρεις προαναφερόμενες χώρες είναι στην ουσία υπερτιμημένη πάνω από 10%, γεγονός, το οποίο και δείχνει πόσο θα έπρεπε να μειωθούν οι μισθοί ή να αυξηθεί η παραγωγικότητα στις χώρες αυτές, ώστε να γίνουν ξανά ανταγωνιστικές, δεδομένου ότι είναι κλειδωμένες στο ευρώ.
Οι μεγάλες και για πολύ καιρό διαφορές ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, προκαλεί ισχυρές ανησυχίες, τονίζει η Κομισιόν, καθώς μπορεί να υποσκάψει την εμπιστοσύνη για το ενιαίο νόμισμα, όπως επίσης να απειλήσει τη συνοχή της Ευρωζώνης.
Οι διαφορές που υπάρχουν στην ανταγωνιστικότητα αντανακλώνται χαρακτηριστικά στα ελλείμματα ή στα πλεονάσματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών των χωρών μελών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε πέρυσι σε 8,8% του ΑΕΠ για την Ελλάδα, 10,2% για την Πορτογαλία, 5,4% για την Ισπανία, 11,6% για την Κύπρο, ενώ τον ίδιο χρόνο, η Γερμανία παρουσιάζει πλεόνασμα 4%, το Λουξεμβούργο 9,4%, η Ολλανδία 3,1% και η Φιλανδία 1,1%.
Για τους λόγους αυτούς, θεωρεί θεμελιώδους σημασίας τα κράτη μέλεη της Ευρωζώνης να χαράξουν και να προωθήσουν μία φιλόδοξη πολιτική, η οποία θα στοχεύει στην επιτάχυνση και βελτίωση των ενδογενών μηχανισμών διόρθωσης. Σημειώνει, ωστόσο, ότι η διαχείριση των διαφορών θα πρέπει να γίνει ξεχωριστά για κάθε χώρα, αλλά οι προσπάθειες θα πρέπει να είναι συντονισμένες σε επίπεδο Ευρωζώνης, ώστε να είναι αποτελεσματικότερη.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την Κομισιόν, οι αρχές, κυρίως των χωρών που έχουν πρόβλημα, θα πρέπει να φροντίζουν, ώστε να ακολουθούν μία δημοσιονομική πολιτική, που δεν θα επιβραδύνει τις απαιτούμενες διορθώσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.