20 Ιουλ 2018

Διαδικασία και τρόπος χορήγησης της κανονικής άδειας. Υποχρεώσεις εργοδοτών


Οι διατάξεις περί κανονικής άδειας των εργαζομένων προβλέπονται στον Α.Ν. 539/1945, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα.
Για την χορήγηση της άδειας λαμβάνεται υπόψη ως βάση, το ημερολογιακό έτος κατά το οποίο προσλήφθηκε ο εργαζόμενος και ο οποίος δικαιούται αναλογικά κανονική άδεια από την πρώτη ημέρα απασχόλησής του.

– Για τον πρώτο ημερολογιακό έτος, η αναλογία δικαιούμενων ημερών άδειας είναι 1,666 ημέρες ανά μηνα εργασίας, για το πενθήμερο και 2 ημέρες ανα μήνα εργασίας για τους απασχολούμενους εξαήμερο την εβδομάδα.
– Για το δεύτερο ημερολογιακό έτος και μέχρι την συμπλήρωση 12 μηνών εργασιακής σχέσης από την πρόσληψη, η αναλογία είναι 1,66667 ημέρες και 1,75 ημέρες ανά μήνα εργασίας από τη συμπλήρωση του δωδεκάμηνου μέχρι 31 Δεκεμβρίου, για τους απασχολούμενους με σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης ή αντίστοιχα 2 ημέρες και 2,08 ημέρες ανά μήνα, για τους απασχολούμενους επί εξαήμερο την εβδομάδα.
– Για το τρίτο ημερολογιακό έτος, ο εργαζόμενος έστω και μία ημέρα να εργαστεί, είναι δικαιούχος ολόκληρης της άδειας και του επιδόματος άδειας. Η διάρκεια της άδειας μπορεί να φθάσει τις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου. Βεβαία μέχρι την συμπλήρωση 24μηνης απασχόλησης από την πρόσληψη, εντός του τρίτου ημερολογιακού έτους, ο συντελεστής δικαιούμενων ημερών άδειας είναι 1,75 και 1,83 μέχρι τέλος του έτους. (2,08 και 2,16667 για το εξαήμερο αντίστοιχα)
Παράδειγμα:
Εργαζόμενος προσλήφθηκε 7 Μαρτίου και εργάστηκε με σύστημα πενθήμερης απασχόλησης για όλο το υπόλοιπο έτος.
Δικαιούται άδεια μέχρι 31 Δεκεμβρίου: 9,77 μήνες απασχόλησης Χ 1,66667 = 16,28 ημέρες και στρογγυλοποιημένα (προς τα κάτω) 16 ημέρες άδειας για το πρώτο έτος.
Για 6μερη απασχόληση, οι ημέρες άδεια θα ήταν: 9,77 Χ 2 = 19,53 δηλ. 20 μέρες άδεια (στρογγυλοποιημένες προς τα πάνω)
Για το 2ο έτος στον ίδιο εργοδότη: 1,66667 ημέρες άδεια ανά μήνα εργασίας μέχρι 7 Μαρτίου (συμπλήρωση του 12μηνου) και 1,75 ημέρες άδεια ανά μήνα εργασίας, μέχρι τέλος του έτους (ή μέχρι τη λήξη της εργασιακής σχέσης).
Για τον προηγούμενο εργαζόμενο και απασχόληση μέχρι τέλος του έτους:
Δικαιούμενη άδεια 2ου έτους, από 1 Ιανουαρίου μέχρι 7 Μαρτίου: 2,23 μήνες εργασίας (μέχρι συμπληρ. 12μηνου) Χ 1,66667 = 3,72 ημέρες και μέχρι 31 Δεκεμβρίου 9,77 μήνες Χ 1,75 = 17,10 ημέρες. Σύνολο ημερών άδειας 2ου έτους: 20,82 δηλ. 21 μέρες στρογγυλοποιημένες.
Για τους απασχολούμενους 6μερο: 2,23 Χ 2 = 4,46 ημέρες και 9,77 Χ 2,083333 = 20,31 ημέρες. Δηλαδή συνολική άδεια μέχρι τέλος του έτους = 24,6 δηλ. 25 μέρες στρογγυλοποιημένες.

Για τον ίδιο εργαζόμενο και απασχόληση μέχρι τέλος του 3ου έτους στον εργοδότη:
Δικαιούμενη άδεια 3ου έτους, από 1 Ιανουαρίου μέχρι 7 Μαρτίου: 2,23 μήνες εργασίας (μέχρι συμπληρ. 24μηνου) Χ 1,75 = 3,90 ημέρες και μέχρι 31 Δεκεμβρίου 9,77 μήνες Χ 1,83 = 17,88 ημέρες. Σύνολο ημερών άδειας 2ου έτους: 21,78 δηλ. 22 μέρες στρογγυλοποιημένες.
Για τους απασχολούμενους 6μερο: 2,23 Χ 2,083333 = 4,64 ημέρες και 9,77 Χ 2,166667 = 21,17 ημέρες. Δηλαδή συνολική άδεια μέχρι τέλος του έτους = 25,81 δηλ. 26 μέρες στρογγυλοποιημένες.
Μέχρι τη συμπλήρωση 10ετίας οι δικαιούμενες ημέρες άδειας θα είναι 22 επί πενθημέρου και 26 επί εξαημέρου.
Όσοι έχουν συμπληρώσει 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ή 12 συνολικά, δικαιούνται 5 εβδομάδες άδεια (25 μέρες επί 5μερου, 30 επί 6μερου) ενώ όσοι συμπληρώσουν συνολικά 25 χρόνια, παίρνουν επί πλέον 1 μέρα άδεια.
Πως υπολογίζονται οι ημέρες άδειας στην εκ περιτροπής απασχόληση
Οι ημέρες άδειας στην εκ περιτροπής εργασία είναι συνάρτηση του αριθμού ημερών που παρέχεται εργασία και της υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας του εργαζόμενου.
Για τον υπολογισμό των ημερών άδειας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους παρακάτω συντελεστές:
0,08 (24:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 1ο έτος
0,083333 (25:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 2ο έτος
0,086667 (26:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 3ο μέχρι και 10ο έτος
0,1 (30:300) Χ ημέρες εργασίας, για 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ή 12 συνολικά
0,103333 (31:300) Χ ημέρες εργασίας, για 25 χρόνια υπηρεσίας συνολικά
Σε περίπτωση μικτής απασχόλησης (πλήρους και εκ περιτροπής) Θα πρέπει να γίνουν δύο ξεχωριστοί υπολογισμοί, ένας για το διάστημα της πλήρους απασχόλησης και ένας για το διάστημα της εκ περιτροπής απασχόλησης.
Πότε χορηγείται η άδεια;
Ο χρόνος που χορηγείται η άδεια στον μισθωτό, καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργοδότη του, με την έναρξη κάθε νέου ημερολογιακού έτους (1η Ιανουαρίου) και μπορεί να την λάβει μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Εάν ο μισθωτός ζητήσει την άδεια του ο εργοδότης υποχρεούται να την χορηγήσει εντός δύο μηνών από τότε που ο εργαζόμενος υπέβαλε έγγραφη αίτηση.
Απαγορεύεται η μεταφορά της άδειας στο επόμενο έτος. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει ολόκληρη την άδεια, μέσα στο έτος έστω και αν οι εργαζόμενος δεν τη ζητήσει. (άρθρο 4 παρ. 1 εδ. 2 όπως ισχύει με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/66).
Σε περίπτωση μη χορήγησης της άδειας με υπαιτιότητα του εργοδότη, ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.
Κατά τη διάρκεια της κανονικής άδειας, απαγορεύεται η απόλυση του εργαζόμενου απ’ τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 ΑΝ 539/45)
Μονομερής χορήγηση άδειας
Απαγορεύεται η χορήγηση άδειας στον εργαζόμενο με μονομερή απόφαση του εργοδότη. Παρατηρείται πολλές φορές το φαινόμενο, εργοδότες να χορηγούν χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, άδεια στους εργαζόμενους για διάφορους λόγους και κυρίως λόγω μειωμένης δραστηριότητας ή κάμψη των εργασιών της επιχείρησης στη συγκεκριμένη περίοδο. Σε πολλές περιπτώσεις, η διάρκεια της άδειας αυτής είναι μικρότερη των ορίων που έχουν τεθεί για την κατάτμηση του χρόνου της κανονικής άδειας. Σε περίπτωση διένεξης εργαζόμενου – εργοδότη, ο μισθωτός μπορεί να απαιτήσει οι ημέρες αυτές να μη θεωρηθούν ημέρες κανονικής άδειας και να ζητήσει αποδοχές λόγω υπερημερίας εργοδότη και όχι αποδοχές ληφθείσας άδειας 
Ομαδική χορήγηση αδειών
Δεν υπάρχει σχετική διάταξη για τις ομαδικές άδειες. Η χορήγηση ομαδικών αδειών πρέπει να διέπεται από την καλή πίστη (άρ. 288 Α.Κ) και να είναι εντός των πλαισίων της εργατικής νομοθεσίας για την χορήγησης της κανονικής άδειας.
Όταν μια επιχείρηση έχει διαμορφώσει μακροχρόνια και σταθερή πρακτική να διακόπτει τη λειτουργία σε συγκεκριμένη περίοδο του έτους και να χορηγεί τις άδειες στους εργαζόμενους κατά την περίοδο αυτή, τότε βάση της συγκεκριμένης έστω και σιωπηρής συμφωνίας στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (361 Α.Κ), εφαρμόζεται το σύστημα της ομαδικής χορήγησης των αδειών. Τυχόν άρνηση εργαζομένων να λάβουν την άδειά τους κατά τον τρόπο αυτό, θα προσέκρουε στους όρους της συμφωνίας που έχει διαμορφωθεί αλλά και στις αρχές της καλής πίστης.
Διαφορετική είναι η περίπτωση όταν η επιχείρηση εφαρμόσει το σύστημα της χορήγησης των ομαδικών αδειών για πρώτη φορά και δεν προκύπτει σχετική συμφωνία ή διένεξη μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων. Σ’ αυτή την περίπτωση ελέγχεται αν η απόφαση του εργοδότη ελήφθη αργοπορημένα ή δεν γνωστοποιήθηκε έγκαιρα στους μισθωτούς, και αν είχε διαμορφωθεί εξαρχής ή όχι η πεποίθηση στους μισθωτούς ότι θα αλλάξει ο τρόπος χορήγησης των κανονικών αδειών.
Επιτρέπεται η κατάτμηση της άδειας;
Από τον εργοδότη, επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας λόγω σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης. Η κατάτμηση μπορεί να γίνει σε δυο περιόδους μέσα στο έτος. Η πρώτη περίοδος δεν μπορεί να είναι μικρότερη των έξι (6) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο.
Η κατάτμηση της άδειας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δυο περιόδων μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να χορηγηθεί ενιαίο τμήμα άδειας δέκα (10) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου ή δώδεκα (12) εργασίμων ημερών, εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο.
Σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό προσωπικό με συμβάσεις αορίστου χρόνου και εποχικό προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και παρουσιάζουν, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, μεγάλη σώρευση εργασίας εξαιτίας του είδους ή του αντικειμένου εργασιών τους, ο εργοδότης μπορεί, με απόφασή του, να χορηγεί στο τακτικό προσωπικό το ενιαίο τμήμα των 10 ή 12 εργάσιμων ημερών αδείας, επί πενθημέρου ή εξαημέρου αντίστοιχα, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου πρέπει να χορηγηθεί η άδεια και ιδιαιτέρως σε σημείο κατά το οποίο έχει μειωθεί η ιδιαίτερη ένταση εργασίας.
Για όλες τις παραπάνω ενέργειες κατάτμησης του χρόνου της άδειας δεν απαιτείται έγκριση της επιθεώρησης εργασίας. Τα σχετικά με την κατάτμηση της άδειας έγγραφα πρέπει να τηρούνται επί πενταετία.
(άρ. 7 Ν.549/77άρ. 6 του Ν.3846/10, Ν.4093/2012, ΙΑ 14).
Ποιες μέρες υπολογίζονται στην κανονική άδεια
Στην κανονική άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται δηλ. οι Κυριακές, οι ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης και οι αργίες. Δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, ενώ συμψηφίζονται οι ημέρες αποχής από την εργασία λόγω ασθένειας για δίαστημα πέραν των ορίων της βραχείας ασθένειας. Σ’ αυτή τη περίπτωση όμως (κατά την άποψη του υπ. Εργασίας οφείλονται αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας) απεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν οι ημέρες άλλων ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς. (π.χ. άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ). Όταν εργαζόμενος βρίσκεται σε κανονική άδεια και ασθενήσει, οι ημέρες ασθένειας δεν προσμετρώνται στην κανονική άδεια, οπότε η διάρκεια της άδειας μπορεί να επιμηκυνθεί τόσο, όσες μέρες διήρκησε η ασθένεια.

Αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας
Μαζί με την άδεια ο εργαζόμενος δικαιούται αποδοχές άδειας και επίδομα αδείας (άρ. 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966). Οι αποδοχές είναι αυτές που θα έπαιρνε ο μισθωτός αν εργαζόταν Το επίδομα άδειας ακολουθεί την κανονική άδεια και  ισούται με τις αποδοχές άδειας με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβεί για όσους αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό και για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια. Το επίδομα άδειας υπολογίζεται βάσει των καταβαλλομένων αποδοχών, θεωρείται  μέρος των τακτικών αποδοχών του μισθωτού και συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών καθώς και στην αποζημίωση απόλυσης.  Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στον δικαιούχο μισθωτό κατά την ημέρα λήψης της άδειας.
Σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης με οποιονδήποτε τρόπο και εφόσον δεν έχει ληφθεί η κανονική άδεια, ο δικαιούται δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια. Επίσης, δικαιούται και το επίδομα άδειας, με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων, ανάλογα εάν αμείβονται με μισθό, ή ημερομίσθιο.
Στοιχεία καταχώρησης και γνωστοποίησης της κανονικής άδειας
Ο εργοδότης υποχρεούται να τηρεί ειδικό βιβλίο αδειών, το οποίο μπορεί να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. (Ν.4254/2014 ΙΑ 5 παρ. 2.)
Στο ειδικό βιβλίο πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία της επιχείρησης και τα στοιχεία των εργαζομένων. (Ονοματεπώνυμο, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας.) Ενώ δεν απαιτείται η υπογραφή του εργαζόμενου, καλό θα είναι να τίθεται, προκειμένου να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις και να αποφεύγονται διενέξεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων.
Ο εργοδότης υποχρεούται επίσης, να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Ιανουαρίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Μαρία Αμαργιωτάκη
Οικονομολόγος