28 Απρ 2016

Στη δημοσιότητα το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Διαβάστε αναλυτικά!

Στο opengov για δημόσια διαβούλευση αναρτήθηκε το ασφαλιστικό νομοσχέδιο (δείτε εδώ) 225 σελίδων το οποίο τις επόμενες ημέρες θα προωθηθεί στην αρμόδια επιτροπή της βουλής. Στο ν/σ προβλέπεται επαναυπολογισμός των επικουρικών συντάξεων και αύξηση των εισφορών για την επικουρική ασφάλιση στο ΕΤΕΑΕΠ (η νέα ονομασία του ΕΤΕΑ) σύμφωνα με την ελληνική πρόταση κατά 0,50% για τον εργοδότη και κατά 0,50% για τον εργαζόμενο από 1.6.2016 και μέχρι την 31.5.2019 και κατά 0,25% για τον εργοδότη και κατά 0,25% για τον εργαζόμενο από 1.6.2019 και μέχρι την 31.5.2022. Μετά το πέρας της εξαετίας, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς επανέρχεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31.12.2015. 

Οι καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις προστατεύονται έως το τέλος του 2018.
Στόχος του υπουργείου Εργασίας είναι το σχέδιο νόμου να κατατεθεί στη βουλή εντός της Μεγάλης Εβδομάδας προκειμένου να ψηφιστεί στην ολομέλεια αμέσως μετά το Πάσχα. Εκ παραλλήλου θα αναζητηθεί η επίτευξη συμφωνίας ώστε το κείμενο που θα κατατεθεί στη Βουλή να έχει τη σύμφωνη γνώμη και των θεσμών.
Το σχέδιο νόμου προβλέπει σαρωτικές αλλαγές για τις νέες συντάξεις που θα υπολογίζονται πλέον με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Οι νέες συντάξεις θα είναι αυξημένες για όσους έχουν λίγα έτη ασφάλισης (μέχρι και 25) και εισόδημα μέχρι τα 1.000 ευρώ το μήνα. Αντίθετα θα είναι ψαλιδισμένες έως και 30% (μεσοσταθμικά 15%-20%) για τους ασφαλισμένους με πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης και μέσο συντάξιμο μισθό πάνω από 1.500 ευρώ.
Οι συντάξεις όσων καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης του νόμου υπολογίζονται βάσει των διατάξεων που ίσχυαν έως τις 31/12/2014. Για όσους αποχωρήσουν μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου, ο υπολογισμός θα γίνει με βάση το μέσο μηνιαίο μισθό που προκύπτει από το 2002 ( ολοκλήρωση μηχανογράφησης ΙΚΑ) και μετά. Ετησίως, η περίοδος αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος, προκειμένου να περιληφθεί το σύνολο του ασφαλιστικού βίου.
Από την ψήφιση του νόμου και μετά, το συνολικό ποσοστό εισφοράς του κλάδου σύνταξης για τον μισθωτό και τον εργοδότη προς το νέο φορέα ( ΕΦΚΑ ) ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζόμενων, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεων τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας. Από την 1η Ιανουαρίου 2017, το ίδιο θα ισχύσει και για τους δημόσιους υπαλλήλους οι οποίοι θα δουν τις εισφορές τους να αυξάνονται.
Στο 20% του καθαρού εισοδήματος θα αντιστοιχεί και το ποσοστό εισφοράς των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων.
Δημόσιο
Από 1.1.2017 το συνολικό ποσοστό εισφοράς σύνταξης στον ΕΦΚΑ ασφαλισμένου και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των συντάξιμων μηνιαίων αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Η αύξηση των εισφορών στο δημόσιο οδηγεί σε μειώσεις μισθών που σύμφωνα με εκτιμήσεις, μεσοσταθμικά αγγίζουν τα 40 ευρώ τον μήνα. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ανέρχεται δηλαδή σε 5.840 ευρώ.
Οι συντάξεις όσων δημοσίων υπαλλήλων αποχωρούν από την Υπηρεσία τους υποβάλλοντας ταυτόχρονα και αίτηση συνταξιοδότησης, μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος, υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014.
Οι συντάξεις όσων αποχωρούν από την Υπηρεσία τους, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού.
Όπως, μάλιστα, προβλέπεται και για τους ασφαλισμένους των υπολοίπων Ταμείων, όσοι αποχωρήσουν εντός του 2016 θα λάβουν το μισό της προσωπικής διαφοράς, σε περίπτωση που το ποσό της σύνταξης, με βάση τον νέο τρόπο υπολογισμού, υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20% το ποσό που θα λάμβαναν σύμφωνα με τη νομοθεσία που ίσχυε έως τις 31.12/2014 ενώ για όσους θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2017 ή εντός του έτους 2018, η κατά τα ανωτέρω προσωπική διαφορά, ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς και στο ένα τέταρτο (1/4) αυτής, αντίστοιχα.
Συνταξιούχοι του Δημοσίου που κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον ΕΦΚΑ λαμβάνουν μία ή περισσότερες συντάξεις, από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης, δικαιούνται από τον ΕΦΚΑ σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων. Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετική αιτία, ο ΕΦΚΑ εξακολουθεί να καταβάλει αυτές χωριστά.
Εθνική Σύνταξη
Θεσπίζεται εθνική σύνταξη 384 ευρώ, για όσους θα έχουν στο εξής από 20 έτη ασφάλισης και άνω. Για περιπτώσεις συνταξιοδότησης με λιγότερα έτη, η εθνική σύνταξη θα είναι μικρότερη κατά 2% για κάθε έτος πριν από το 20ό. Έτσι, για όσους φεύγουν με 19 χρόνια θα ανέρχεται σε 376 ευρώ (-2%), στα 18 χρόνια θα φθάνει τα 368 ευρώ (- 4%), με 17 χρόνια τα 361 ευρώ (-6%), με 16 χρόνια τα 353 ευρώ (-8%) και με 15ετία τα 345 ευρώ (-10%).
Βαρύς θα πέσει ο πέλεκυς στις συντάξεις αναπηρίας καθώς τα 384 ευρώ θα λαμβάνουν μόνο όσοι έχουν ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω. Με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης, ενώ με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως 66,99% θα χορηγείται το 50%.
Δραματικές μειώσεις θα υποστούν όσοι τολμήσουν να συνταξιοδοτηθούν «πρόωρα» πριν από το όριο πλήρους συνταξιοδότησης. Συγκεκριμένα το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η μείωση της εθνικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Επιπλέον το αναλογικό ποσό θα μειωθεί κατά 10% λόγω του πέναλτι.
Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων, χορηγείται μία εθνική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης εθνικής σύνταξης είναι πλήρες. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία απ’ αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
Μείωση κατά 60% θα έχουν οι συντάξεις όσων απασχολούνται ενώ τα επιδόματα τέκνων θα δίνονται στο εξής με εισοδηματικά κριτήρια. 
Για να λάβει κάποιος ασφαλισμένος εθνική σύνταξη, απαιτείται επίσης νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα για τουλάχιστον 15 έτη, μεταξύ του 15ου και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το προβλεπόμενο όριο καταβολής της σύνταξης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται κατά 1/40 για κάθε έτος που υπολείπεται των 40 ετών διαμονής στην Ελλάδα μεταξύ του 15ου και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο καταβολής της σύνταξης.
Ανταποδοτική σύνταξη
Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των συντάξεων λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του εργασιακού βίου. Για όσους αποχωρήσουν το 2016 ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού. Εφεξής ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος.
Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης.
Ειδικότερα, τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα:
Ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης
Προσωρινή σύνταξη
Δεν καταβάλλεται προσωρινή σύνταξη σε πολλές περιπτώσεις όπως:
  • σε περίπτωση απόλυσης για πειθαρχικό παράπτωμα ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια των μόνιμων υπαλλήλων ή των δημοσίων λειτουργών, ισόβιων ή μη
  • σε περίπτωση παραίτησης του υπαλλήλου που δεν έχει συμπληρώσει τα έτη ασφάλισης για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού
  • σε περίπτωση που η σύνταξη δεν είναι άμεσα καταβλητέα λόγω μη συμπλήρωσης του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας για την καταβολή της
Συντάξεις χηρείας
Αυστηρότερες προϋποθέσεις θα ισχύσουν για τις νέες συντάξεις χηρείας που θα εκδοθούν μετά τη δημοσίευση του νόμου. Συγκεκριμένα τίθεται όριο ηλικίας τα 55 έτη. Δηλαδή αν ο επιζών σύζυγος έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών (3) ετών, μετά την πάροδο των οποίων η καταβολή σύνταξης αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του.
Εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη μόνο για διάστημα τριών (3) ετών.
Οι συντάξεις χηρείας καταβάλλονται κανονικά αν ο επιζών σύζυγος έχει ανήλικα η ανάπηρα παιδιά η παιδιά που σπουδάζουν έως 24 ετών ή είναι ανίκανος για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω.
Ειδικές προυποθέσεις ισχύουν για τις συντάξεις χηρείας των διαζευγμένων
Επίσης περιορίζεται το ποσοστό του επιζώντος συζύγου επί της σύνταξης γήρατος του θανόντος εφόσον αυτό ,πλέον συναρτάται από την διάρκεια του γάμου (μεγαλύτερη των 5 ετών) και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων. Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:
  • 1% για τα έτη από το 10ο και το 20ό έτος.
  • 2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος.
  • 3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ό έτος.
  • 4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος.
  • 5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
Η συγκεκριμένη διάταξη που συντάχθηκε βάσει βέλτιστων πρακτικών της ΕΕ αποσκοπεί στην αποφυγή αφενός μεν της τέλεσης εικονικών γάμων και αφετέρου δε καταβολής για μακρό χρονικό διάστημα εκ μεταβιβάσεως συντάξεων σε περίπτωση μεγάλης διαφοράς ηλικίας η οποία θα επιβάρυνε σημαντικά τον προϋπολογισμό.
Ανώτατο όριο σύνταξης
Μέχρι 31.12.2018, το ποσό κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξαπλάσιο του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης, δηλαδή τα 2.304 ευρώ από 2773 που είναι σήμερα. Για την εφαρμογή του ανώτατου αυτού ορίου, λαμβάνονται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό συνυπολογιζόμενης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης υπέρ ΕΟΠΥΥ και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων.
Από την 1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση με το ανώτατο αυτό όριο και το νέο ύψος των συντάξεων όπως θα προκύψει σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους.
Το πλαφόν για το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία ορίζεται στα 3.088 ευρώ από 3.680 ευρώ που είναι σήμερα. 

Επαναυπολογισμός κύριων συντάξεων

Οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις παίρνουν περίοδο χάριτος για δυόμισι έτη ακόμα καθώς θα συνεχίσουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις) και μέχρι τις 31/12/2018.
Από την 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ' έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων. Στην σπάνια περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, τότε δίνεται αύξηση με δόσεις. Δηλαδή η σύνταξη προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το σχέδιο νόμου προβλέπει θεωρητικά και αύξηση των συντάξεων από την 1.1.2017 κατ' έτος στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Από την 1.1.2017 και ανά τριετία, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών για την εθνική, την αναλογική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009.
Απασχόληση συνταξιούχου – μείωση σύνταξης κατά 60%
Σε περίπτωση που οι συνταξιούχοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα που υπάγεται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, οι ακαθάριστες συντάξεις, κύριες και επικουρικές, καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60% για όσο διάστημα ο συνταξιούχος συνεχίζει να απασχολείται.
Ειδικά στην περίπτωση που οι συνταξιούχοι της παρ. 1 αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, η καταβολή της σύνταξής ή των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η παροχή της εργασίας τους ή των υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά τους.
Παράλειψη της δήλωσης απασχόλησης συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού που έπρεπε να του παρακρατηθεί, συμφώνως με το παρόν άρθρο, κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή της αυτοαπασχόλησής του, που επιβαρύνεται με ετήσιο επιτόκιο 4,56%, ο δε ΕΦΚΑ δικαιούται να συμψηφίζει το ποσό με μελλοντικές συντάξεις και μέχρι του ύψους του 1/4 της συντάξεως.

Συντάξεις αγάμων θυγατέρων

Εάν οι δύο συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικούς φορείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, αναστέλλεται η καταβολή της μίας από αυτές κατόπιν επιλογής της ενδιαφερομένης και μέχρι του ποσού των επτακοσίων είκοσι (720€) ευρώ.

Αλλαγές στον ιδιωτικό τομέα – προσωρινή σύνταξη

Για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και τους ελεύθερους επαγγελματίες ισχύουν οι ίδιες διατάξεις για την εθνική και ανταποδοτική σύνταξη που αναφέρθηκαν για το δημόσιο.
Διαφοροποιήσεις υπάρχουν στην καταβολή της προσωρινής σύνταξης, η οποία θα χορηγείται μειωμένη σε όσους αποχωρούν πρόωρα με μειωμένη σύνταξη.
Συγκεκριμένα το ύψος της προσωρινής σύνταξης υπολογίζεται ως εξής:
α. Για τους μισθωτούς το 50% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τους δώδεκα μήνες ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2α του άρθρου 28 του παρόντος. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, οποτεδήποτε και αν πραγματοποιήθηκαν αυτοί, δια του 12.
β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους στον ΟΓΑ , όπως αυτοί ορίζονται στα άρθρα 39 και 40 του παρόντος, το 50% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος του τελευταίου πλήρους έτους πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. Ως μέσο μηνιαίο εισόδημα νοείται αυτό το οποίο προκύπτει από το πηλίκο του συνόλου των τρεχουσών εισφορών κύριας ασφάλισης που καταβλήθηκαν κατά το ίδιο έτος, διαιρουμένου δια του 20% και δια του 12 με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 39 και της παραγράφου 3 του άρθρου 40.
Η προσωρινή σύνταξη δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη και να υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της εθνικής σύνταξης, στο ύψος που διαμορφώνεται κάθε φορά. Ειδικά για τους ασφαλισμένους σύμφωνα με το άρθρο 40 του παρόντος, το ποσό της προσωρινής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο 80% της εθνικής σύνταξης.
Τα ανωτέρω ισχύουν στις περιπτώσεις υποβολής αίτησης πλήρους συνταξιοδότησης λόγω γήρατος. Σε περιπτώσεις υποβολής αίτησης μειωμένης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος το ποσό της προσωρινής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται για την πλήρη σύνταξη.
Σε περίπτωση υποβολής αίτησης σύνταξης λόγω αναπηρίας, το ποσό της προσωρινής σύνταξης, στο ύψος που διαμορφώνεται κατά τα ανωτέρω, μειώνεται αντίστοιχα κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 27 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζομένων. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, η προσωρινή σύνταξη, όπως διαμορφώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις, χορηγείται σε ποσοστό 50%. Το ποσοστό αυτό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων σύμφωνα με τα ποσοστά επιμερισμού της σύνταξης.
Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο με την προσωρινή σύνταξη συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που προκύπτει μετά την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης.
Στην περίπτωση ασφαλισμένου με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, η αίτηση για προσωρινή σύνταξη υποβάλλεται και επεξεργάζεται από τον ΕΦΚΑ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο για την επαγγελματική κατεύθυνση στην οποία υπάγονταν ο ασφαλισμένος κατά την τελευταίο χρονική περίοδο πριν την αίτησή του.
Στην περίπτωση που για τον υπολογισμό του ποσού της προσωρινής σύνταξης, ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης της παρ. 1 του παρόντος δεν επαρκεί, λόγω αλλαγής επαγγελματικής κατεύθυνσης του ασφαλισμένου, καταβάλλεται ως προσωρινή σύνταξη το ποσό που αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη.
Μαίρη Λαμπαδίτη