Τα εργασιακά, με τη μορφή προτάσεων ακραία αντεργατικών, βρίσκονται πάντοτε στο τραπέζι των συζητήσεων κυβέρνησης και τρόικας, με την πρώτη να κάνει απλώς τεχνητή καθυστέρηση και τη δεύτερη να επικαλείται τις υπάρχουσες προσυμφωνίες και, κυρίως, την αλήθεια των νεοφιλελεύθερων πραγμάτων: το εργασιακό «κόστος» πρέπει να μειωθεί κι άλλο, κι αυτό να καταχωρηθεί θεσμικά για το μέλλον, δεν αρκούν μόνο οι περικοπές στα δημοσιονομικά... Ο καθηγητής Γιάννης Κουζής, ειδικός στις εργασιακές σχέσεις, στη συνέντευξή του στην «Εποχή» αναλύει όλα τα
παραπάνω και μας βοηθάει να δούμε και όσα επιμελώς κρύβονται στο επικοινωνιακό νέφος μιας δήθεν «σκληρής διαπραγμάτευσης».
H τρόικα αυτή τη φορά επέμεινε πολύ περισσότερο στα εργασιακά, στο χώρο των συλλογικών ελευθεριών και του συνδικαλισμού. Ήταν με τα μάτια στραμμένα περισσότερο στο μέλλον ή στο τώρα;
H τρόικα, σε συνεργασία με ελληνικούς και, κυρίως, διεθνείς ισχυρούς οικονομικούς κύκλους,
εκδηλώνει με σταθερότητα την προτίμησή της σε παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις επιχειρώντας
ανατροπές στο πεδίο των ατομικών και των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Άλλωστε, οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, ως αναγκαία συνθήκη των νεοφιλελεύθερων δοξασιών για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής κερδοφορίας του κεφαλαίου, περνούν μέσα από τη «μεταρρύθμιση» του εργατικού δικαίου αλλοιώνοντας, και απορυθμίζοντας το περιεχόμενο των βασικών πηγών του, όπως είναι η
εργατική νομοθεσία και οι συλλογικές συμβάσεις. Η απορρύθμιση, μάλιστα, του συστήματος των
συλλογικών διαπραγματεύσεων, εκτός από την καθοριστική της επίδραση στις ατομικές εργασιακές σχέσεις, παρεμβαίνει στον πυρήνα διαμόρφωσης του εργασιακού «κόστους», στο επίπεδο των
μισθών με πολλαπλές παρενέργειες στην αγορά εργασίας. Η αποδιάρθρωση των συλλογικών
συμβάσεων συνιστά ευθεία βολή απέναντι στα συνδικάτα που τις υπογράφουν, αποδυναμώνει το ρόλο τους και προετοιμάζει το έδαφος για την επίτευξη του στρατηγικού στόχου των νεοφιλελεύθερων, που είναι η πλήρης εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων. Το σχέδιο αυτό έχει ήδη προ πολλού τεθεί σε εφαρμογή με σταδιακό και συστηματικό τρόπο από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην Ελλάδα ακολουθώντας την αντίστοιχη διεθνή εμπειρία και βρίσκει πρόσφορο έδαφος για την οριστική επιβολή του με αφορμή και άλλοθι την κρίση. Με τα μέχρι τώρα μέτρα, άλλωστε, του πρώτου και του δευτέρου μνημονίου αποδιαρθρώθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις, περιορίστηκε η προστασία του εργαζόμενου από τις απολύσεις, ενθαρρύνθηκε περαιτέρω η παρουσία μιας
ποικιλίας μορφών ευέλικτης και επισφαλούς εργασίας σε βάρος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης και, τέλος, επιχειρήθηκε η σύγκλιση του εργασιακού καθεστώτος στον ιδιωτικό τομέα με
όρους συνολικής υποβάθμισης.
Ποια είναι τα ζητήματα που έθεσαν; Αναφέρθηκε ότι εμπεριέχονταν στο δεύτερο μνημόνιο, τον
Φεβρουάριο. Σε τι διέφεραν τώρα; Τι ήθελε να προωθήσει η, ενιαία σ’ αυτό το θέμα, τρόικα;
Με την υπογραφή του δευτέρου μνημονίου τον Φεβρουάριο, όπως ακριβώς συνέβη και με το πρώτο, εκτός από τα μέτρα εφαρμογής που υιοθετήθηκαν, συμφωνήθηκε και ένα γενικό πλαίσιο μέτρων που θα υλοποιούνταν στην συνέχεια, κατά στάδια και στη διάρκεια ισχύος της δανειακής σύμβασης. Αυτά τα μέτρα σήμερα εξειδικεύονται ώστε να πάρουν τον χαρακτήρα νομοθετικών ρυθμίσεων. Εδώ
υπάγονται οι μειώσεις προσωπικού στον δημόσιο τομέα κατά 15.000 μέχρι τέλους του 2012 και κατά 150.000 μέχρι το 2015. Επίσης, έχει ήδη υπογραφεί ο επανακαθορισμός του γενικού κατώτατου
μισθού με νομοθετική παρέμβαση σε περίπτωση αποτυχίας των συνδικάτων και των εργοδοτών να
συναινέσουν στην εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης. Ακόμη, συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, ως άξονες νέων ρυθμίσεων οι αποζημιώσεις απόλυσης, η ελαστικότητα του χρόνου εργασίας και οι αμοιβές των υπερωριών. Όλα αυτά, λοιπόν, έχουν συμφωνηθεί και επανέρχονται με συγκεκριμένους όρους εφαρμογής.
Πού είναι η διαφορά ανάμεσα στα συμφωνηθέντα και στις νέες προτάσεις της τρόικας;
Αν βάλει κανείς στην άκρη το πρόβλημα μετάφρασης ανάμεσα στο αγγλικό και στο ελληνικό κείμενο αναφορικά με τα επιδόματα πολυετίας και τη σχετική συζήτηση (πάγωμα ή κατάργηση), προσωπικά δεν βλέπω διαφορές. Γιατί όταν γνωρίζεις το ισχύον πλαίσιο σε ένα πεδίο (πχ. απολύσεις) και
συμφωνείς για νέες ρυθμίσεις είναι εύλογο να αναμένεις τα αμέσως επόμενα βήματα απορρύθμισης με βάση και τις ακολουθούμενες πρακτικές στο διεθνή χώρο. Ακόμη και στο θέμα των πολυετιών που ρυθμίζονται μόνο με συλλογικές συμβάσεις, εφόσον πλέον οι κατώτατοι μισθοί θα καθορίζονται με νόμο, ανοίγουν περιθώρια κατάργησης των πολυετιών και ωριμάνσεων σύμφωνα, άλλωστε, και με το αγγλικό κείμενο. Ως εκ τούτου η ενιαία στάση της τρόικας συνίσταται στην ανάγκη τήρησης των συμφωνηθέντων, ενώ μπορεί να υπάρχουν επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς τη δοσολογία απορρύθμισης των προτεινόμενων μέτρων. Στα δύο χρόνια μνημονίου, μου δίνεται προσωπικά η
αίσθηση πως, από την τριμερή σύνθεση της τρόικας, οι δύο ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι περισσότερο πιεστικοί για αλλαγές στην αγορά εργασίας από το ΔΝΤ.
Τα άλλα συζητούμενα μέτρα;
Μ’ αυτά θεμελιώνεται η περαιτέρω διευκόλυνση των απολύσεων, σε περίοδο συνεχούς διόγκωσης της ανεργίας και σε μια χώρα με ελλειμματικότατο σύστημα επιδότησής της. Αυτό φαίνεται να συντελείται μέσω μορφών μείωσης των αποζημιώσεων και του χρόνου προειδοποίησης, διαδικασίας που συνεπάγεται επίσης μειωμένο κόστος απολύσεων. Όσο για τη γενικευμένη χρήση του εξαήμερου αυτή παραπέμπει στην ελαστική διευθέτηση των ωραρίων ώστε αυτά να αυξομειώνονται σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση με διατήρηση της ίδιας αμοιβής αλλά και αποφυγή των προσαυξήσεων στους μισθούς από την υπέρβαση των ωραρίων (από 20%-80% για υπερεργασία και υπερωρίες και κατά 30% για εξαήμερη εργασία).
Η τρόικα μήπως επιμένει στα εργασιακά και διαπραγματεύεται να πάρει το μείζον στα δημοσιονομικά;
Είναι γνωστή η επικοινωνιακή τακτική της σκληρής διαπραγμάτευσης ακόμη και όταν δεν υπάρχει, ουσιαστικά, διαπραγμάτευση. Συνήθως, παρουσιάζεται έντεχνα δραματικότερη η αρχική εικόνα για να φανεί ως επιτυχία και περισσότερη εύπεπτη η τελική έκβαση. Η ουσία, πάντως, είναι πως μετά από αυτά που έχουν προηγηθεί κατά την τελευταία διετία, δεν υπάρχει μέτρο από τα όσα συζητούνται που να μην είναι ιδιαίτερα επαχθές για τους εργαζόμενους.
Πώς θα καθορίζεται πλέον ο κατώτατος μισθός; Ουσιαστικά παύουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Γ.Σ.Ε.Ε. και εργοδοτών, και σε συνδυασμό με το τέλος της μετενέργειας της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (λήγει την 1/4/2013) φαίνεται να διαμορφώνει μια νέα και πολύ δυσμενέστερη πραγματικότητα για τις δυνάμεις της εργασίας. Σε άλλες χώρες έχει ήδη γίνει αυτό; Ο κ. Βρούτσης, μίλησε για «ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Η ουσιαστική κατάργηση της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης, μέσα από τον καθορισμό του γενικού κατώτατου μισθού με νόμο - αυτό είναι στο τραπέζι - αποσκοπεί στον απόλυτο κρατικό
έλεγχο του τρόπου διαμόρφωσης των μισθών. Η επίκληση του ευρωπαϊκού κεκτημένου δεν μπορεί να ερμηνεύεται με την αποκαθήλωση της έννοιας των συλλογικών συμβάσεων. Η αποσπασματική επιλογή μιας ρύθμισης που συναντάται διεθνώς και η απομόνωσή της από τις ευρύτερες συνθήκες
υπό τις οποίες λειτουργεί προκειμένου να νομιμοποιηθεί η απορρύθμιση, αποτελεί απάτη. Γίνεται επίκληση πως σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες ο κατώτατος μισθός προκύπτει, με παράδοση πολλών δεκαετιών, μετά από νομοθετική παρέμβαση που ακολουθεί στοιχειώδεις διαδικασίες τριμερούς
διαβούλευσης. Στην Ευρώπη, όμως, ανήκει και το Βέλγιο όπου, επίσης, διαμορφώνεται ο γενικός
κατώτατος μισθός με συλλογική σύμβαση. Ανήκει και η Γερμανία και άλλες 6 χώρες της Ευρώπης των 27 που παραδοσιακά έχουν μόνο κλαδικούς και όχι γενικούς κατώτατους μισθούς. Μήπως,
επομένως, για να προσαρμοσθούμε σε αυτού του είδους το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» πρέπει να
καταργήσουμε και τον κατώτατο μισθό; Στην Ελλάδα, που ο διάλογος χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την επιβολή ειλημμένων αποφάσεων, το μέτρο ρύθμισης του κατώτατου με νόμο δεν υπαγορεύεται από την ανάγκη σύγκλισης με την Ευρώπη, αλλά από τον στόχο περαιτέρω συμπίεσης του εργατικού κόστους.
Ποια είναι τα ως τώρα αποτελέσματα;
Αυτό που μόλις ανέφερα επιβεβαιώνεται και από το ότι σε μια διετία οι μέσοι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα αποκλίνουν συνεχώς από την Ευρώπη των 15 (από 84% του μέσου ευρωπαϊκού όρου τώρα είναι 68%) ενώ οι κατώτατοι μισθοί υποχωρούν από το 60% στο 49% των αντίστοιχων μισθών των χωρών πρώτης ταχύτητας της Ένωσης. Να τονίσουμε ότι τα μνημονιακά μέτρα της τελευταίας διετίας για τους μισθούς δεν περιορίζονται στους κατώτατους. Αντίθετα, ένας συνδυασμός μέτρων του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου ωθεί έντεχνα και τους μέσους μισθούς προς τα κατώτατα επίπεδα, όπως η αναστολή της επέκτασης εφαρμογής των κλαδικών συμβάσεων στο σύνολο των εργαζομένων του κλάδου, η δυνατότητα υπογραφής επιχειρησιακών συμβάσεων με δυσμενέστερο περιεχόμενο από το αντίστοιχο κλαδικό, η νέα μετενέργεια, η αποδόμηση του ΟΜΕΔ και ιδιαίτερα του ρόλου της διαιτησίας για την επίλυση των συλλογικών διαφορών.
Υπάρχει γενικότερα πίεση για πιο φιλοεργοδοτική εργατική νομοθεσία στην ΕΕ;
Αυτό απορρέει από τον πλήρη ασπασμό του νεοφιλελευθερισμού στον ευρωπαϊκό χώρο που επιφυλάσσει μια συνολική απορρύθμιση της εργασίας. Ειδικότερα, το βίαιο ελληνικό πείραμα φαίνεται να αποτελεί τον προπομπό για μια ειδική οικονομική ζώνη στον ευρωπαϊκό νότο, στο πλαίσιο μεν του ευρώ, αλλά με όρους που συγκλίνουν προς την κινεζοποίηση της αγοράς εργασίας. Η Κίνα, άλλωστε, είναι μακριά και κάποιοι την αναζητούν στην γειτονιά τους…
Συνέντευξη στον Παύλο Δ. Κλαυδιανό, εφημερίδα "Η Εποχή", 21/10/2012