17 Απρ 2011

Το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό

Πρέπει όλοι να περιμένουμε το σκεπτικό και τους νομικούς ισχυρισμούς της απόφασης, ώστε με ψυχραιμία να αξιολογήσουμε τη «χωρητικότητα» των νομικών της παραδοχών.
Οι πληροφορίες, που συνέλεξαν οι ειδικευμένοι εργατικοί συντάκτες, μάς οδηγούν στη διαπίστωση ότι η πλήρης (μείζων) Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επανήλθε στην προ του 2007 άποψή της ότι για τους κατʼ όνομα συμβασιούχους ορισμένου χρόνου ή έργου, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των φορέων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, ισχύουν οι διατάξεις του Ν. 2112/1920 (άρθρο 8) και του Ν. 3239/1954 που καθιστούν αυτές τις συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Το μεγάλο νομικό ενδιαφέρον της υπόθεσης έγκειται στο ότι ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν φαλκιδεύεται η δικαστική κρίση για τον νομικό χαρακτηρισμό μιας εργασιακής σχέσης, ούτε δεσμεύεται από αυτόν που θα προσδώσει ο νόμος ή η σύμβαση ή άλλη κανονιστική πράξη και ότι η δικαστική εξουσία, με βάση την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, έχει πρωτογενή αρμοδιότητα να χαρακτηρίσει την έννομη σχέση. Και ότι τα Δικαστήρια, κατά την άσκηση της αποκλειστικής τους αυτής αρμοδιότητας, δεν δεσμεύονται από την απαγόρευση του άρθρου 103 παρ. 8 εδ. βʼ του νέου Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού... ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και για τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου».
Η κρίση τους, αν επαληθευτεί η σχετική παραδοχή της απόφασης, είναι ελεύθερη, αφού η άνω απαγόρευση δεσμεύει μόνο τη νομοθετική λειτουργία. Πολλές βέβαια περιπτώσεις, που δεν ήχθησαν ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων, έχουν χάσει τις σχετικές αποσβεστικές προθεσμίες. Έτσι, δεν μπορούμε να υπολογίσουμε τον ακριβή αριθμό των συμβασιούχων που τυχόν εμπίπτουν στο σχετικό σκεπτικό της απόφασης.
Όπως όμως έχουμε παγίως υποστηρίξει, το κράτος οφείλει να απαλλάξει όλους τους συμβασιούχους (που εμπίπτουν στο νομικό ρυθμιστικό πεδίο της απόφασης) από τους δαπανηρούς και χρονοβόρους δικαστικούς αγώνες, αφού το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό.
Δηλαδή πρέπει, μετά τη δημοσίευση της καθαρογεγραμμένης απόφασης, να τους εντάξει στους οικείους φορείς του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα με σχετική διάταξη νόμου, αφού η νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν θα προσκρούει στην παραπάνω ειδική συνταγματική απαγόρευση, αλλά θα αποτελεί υλοποίηση της ανωτέρω απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Αυτό πρέπει να ισχύσει και για όσους πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις που θέτει η απόφαση, ανεξαρτήτως αν προσέφυγαν ή όχι στη Δικαιοσύνη.
Είναι σημαντικό μέσα στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα του αντικοινωνικού Μνημονίου να υπάρχουν συντεταγμένες λειτουργίες, που δεν υπακούουν στο πνεύμα του και στις εντολές των δανειστών μας ως προς τα εργασιακά ζητήματα, αλλά μένουν πιστές στη συνταγματική νομιμότητα που, εν προκειμένω, συμπίπτει και με την ευρωπαϊκή νομιμότητα όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση του ΔΕΚ (τώρα Δικαστήριο της Ε.Ε.) της 23.4.2009 που αφορά στο νομικό καθεστώς των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των Υπηρεσιών τους.

του Αλέξη Μητρόπουλου, εργατολόγου.  Από την εφημερίδα "Η Αυγή", 17/4/2011