28 Ιουν 2010

Συντάξεις... δύο ταχυτήτων

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας επειδή οι μετά την 1-1-93 ασφαλισμένοι τραπεζοϋπάλληλοι έχουν λιγότερα ασφαλιστικά δικαιώματα και προσδοκίες από τους παλαιότερους

«Ναι» στις συνταξιοδοτικές διαφοροποιήσεις που στηρίζονται στον χρόνο πρόσληψης και ασφάλισης του καθενός λέει το Συμβούλιο της Επικρατείας, κρίνοντας ότι δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας επειδή οι μετά την 1-1-93 ασφαλισμένοι τραπεζοϋπάλληλοι έχουν λιγότερα ασφαλιστικά δικαιώματα και προσδοκίες από τους παλαιότερους.

Η Ολομέλεια ΣτΕ έκρινε νόμιμο το «πέρασμα» της επικουρικής ασφάλισης των τραπεζοϋπαλλήλων σ’ ένα διαφορετικό καθεστώς και την αναγκαστική διαχείριση του ΕΤΑΤ (Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων), θεωρώντας ότι ακόμα και αν οδηγεί σε χειροτέρευση κάποιων ασφαλιστικών δικαιωμάτων, αυτή είναι συνταγματικά ανεκτή, γιατί δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Ταυτόχρονα, όμως, το ανώτατο δικαστήριο επισημαίνει τη συνταγματική υποχρέωση του κράτους για προστασία της κοινωνικής ασφάλισης, τόσο με τη μορφή της κύριας όσο και της επικουρικής σύνταξης.
Ωστόσο δέχεται ότι κατά τη νομολογία (ευρωπαϊκών και ελληνικών δικαστηρίων) τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα αποτελούν μεν προστατευόμενα καταρχήν περιουσιακά δικαιώματα, πλην όμως δεν προστατεύεται (τουλάχιστον από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - ΕΣΔΑ) το δικαίωμα για σύνταξη ορισμένου ύψους ποσού, ενώ δεν προστατεύεται ούτε η προσδοκία να χορηγηθούν μελλοντικές αυξήσεις στις ήδη καταβαλλόμενες παροχές.
Αν επιχειρήσει κανείς να αξιοποιήσει τις γενικές σκέψεις των επίμαχων αποφάσεων του ΣτΕ (2199, 2201/10), σε συνάρτηση με τα νέα ασφαλιστικά μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση, διαπιστώνει ότι η νομολογία μπορεί να δεχθεί καταρχήν τη μείωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και μάλιστα με κριτήριο τον χρόνο πρόσληψης και ασφάλισης.
Ωστόσο στο μέλλον θα φανεί, μέσα από τις νέες προσφυγές που θα γίνουν κατά των νέων μέτρων, εάν η μεγάλη και αιφνίδια (μέσα σε εξαιρετικά σύντομο μεταβατικό διάστημα) υποβάθμιση ασφαλιστικών δικαιωμάτων και η μείωση συντάξεων οδηγούν σε παραβίαση συνταγματικών αρχών (όπως της αναλογικότητας, του κοινωνικού κράτους, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος κ.λπ.), αλλά και ήδη γεννημένων περιουσιακών δικαιωμάτων, όπως κατοχυρώνονται από το 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ.
Σημαντική είναι πάντως η κρίση για υποχρέωση στήριξης της επικουρικής ασφάλισης από το κράτος, κάτι που δέχθηκε και το Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΣ), αποκρούοντας ως αντισυνταγματική τη ρύθμιση του νέου νομοσχεδίου που προβλέπει ότι από το νέο έτος το κράτος δεν θα εγγυάται για την κάλυψη των επικουρικών ταμείων.

ΣτΕ για ασφαλιστικό Τραπεζοϋπαλλήλων
Συνταγματική η νομοθετική παρέμβαση


Στην περίπτωση των τραπεζοϋπαλλήλων, η Ολομέλεια ΣτΕ απέρριψε τις προσφυγές που είχε υποβάλει η ΟΤΟΕ, αλλά και εκπρόσωποι αλληλοβοηθητικών Ταμείων, και έκρινε κατά πλειοψηφία (17-10 ψήφοι) ότι οι νόμοι της προηγούμενης κυβέρνησης για το ΕΤΕΑΜ (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης) και το ΕΤΑΤ (ν. 3371/05 και 3554/07) δεν παραβιάζουν τις συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν την ισότητα, την οικονομική ελευθερία, την κοινωνική ασφάλιση, το δικαίωμα δημιουργίας ενώσεων (συνεταιρίζεσθαι), την ιδιοκτησία, αλλά ούτε την ΕΣΔΑ.
Το ΣτΕ έκρινε συνταγματικά θεμιτή τη νομοθετική παρέμβαση στο Ασφαλιστικό των τραπεζοϋπαλλήλων, γιατί είχε σκοπό να αντιμετωπίσει τον κατακερματισμό του σε πολλούς φορείς και τον κίνδυνο βιωσιμότητας των επικουρικών ταμείων. Σύμφωνα με την Ολομέλεια, ο νομοθέτης είχε δικαίωμα να οργανώσει το νέο Ταμείο ως ΝΠΔΔ και είναι αδιάφορο το γεγονός ότι οι τραπεζοϋπάλληλοι ασφαλίζονται και σε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό ιδιωτικού δικαίου, αφού δεν απαγορεύεται η ύπαρξή του από το Σύνταγμα.
Η δυνατότητα του νομοθέτη να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς υπάγοντας κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν καλύπτονται ασφαλιστικά από Ταμεία στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση, είναι συνταγματικά ανεκτή, εφόσον όμως τα συγκεκριμένα Ταμεία δεν διαλύονται με νόμο, ούτε αφαιρείται η περιουσία τους και συνεπώς μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους με συμφωνίες των μερών.
του Αλέξανδρου Αυλωνίτη, από την εφημερίδα "Έθνος", 28/6/2010