Από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1 του ν. 2112/1920, και άρθρου 7 του ν. 3198/1955, προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση εργασίας είχε καταγγελθεί από τον εργοδότη χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απολύσεως, επειδή είχε υποβληθεί εναντίον του εργαζομένου μήνυση ή είχε κατ’ αυτού απαγγελθεί κατηγορία για ποινικό αδίκημα που φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος, τότε, μετά την απαλλαγή του τελευταίου αναβιώνει η υποχρέωση του εργοδότη προς καταβολή της αποζημίωσης, ώστε η (χωρίς αποζημίωση) καταγγελία να καταστεί έγκυρη.
Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαιτείται προηγούμενη όχληση από τον εργαζόμενο, η οποία συντελείται με κοινοποίηση στον εργοδότη του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης και την ταυτόχρονη δήλωση του εργαζομένου ότι επιθυμεί να εισπράξει την αποζημίωση απολύσεως. Για να διατηρήσει το κύρος της καταγγελίας και να αποτρέψει την περιέλευσή του σε υπερημερία, ο εργοδότης πρέπει να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση αμέσως ή, πάντως, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από τη λήψη της, κατά τα προαναφερόμενα, όχλησης του εργαζομένου, εκτός αν επιθυμεί τη συνέχιση της εργασιακής σύμβασης, με επαναπρόσληψη του τελευταίου (ΑΠ 1106/2000, ΑΠ 1829/1999).
http://www.aftodioikisi.gr/, 18/2/2016