Αντίθετη με τα συνταγματικά δικαιώματα δύο εργαζομένων της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας- Θράκης τους οποίους και δικαίωσε, διατάζοντας να επιστρέψουν στις θέσεις τους, έκρινε με την υπ’ αριθμόν 90/2013 το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης.
Πρόκειται για την τρίτη απόφαση Πρωτοδικείου μετά από αυτές της Αθήνας και της Λαμίας, που κρίνει αντισυνταγματική τη διαθεσιμότητα και έρχεται ως συνέχεια της σχετικής απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την εφεδρεία. Μάλιστα στην απόφαση, η διαθεσιμότητα, στην ουσία χαρακτηρίζεται προθάλαμος απολύσεων, καθώς, όπως αναφέρεται, «πιθανολογείται βάσιμα πως θα επιφέρει την οριστική απώλεια της θέσης εργασίας αυτών»
Σύμφωνα με την απόφαση – καταπέλτη κατά τη διαθεσιμότητας του Πρωτοδικείου Ξάνθης με την υπαγωγή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας πλήττονται καίρια τα συνταγματικά δικαιώματα των δύο υπαλλήλων που εργάζονται στην Περιφερειακή Ενότητα Ξάνθης με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στον κλάδο ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων και ειδικότερα ο πρώτος στη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας και η δεύτερη στη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής. Μάλιστα, καταδικάζετε η ΠΑΜ-Θ «σε χρηματική ποινή ύψους εκατό (100) ευρώ, για κάθε ημέρα που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες καθενός από τους αιτούντες.»
Οι πέντε λόγοι
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην απόφαση «η πιο πάνω ρύθμιση που αποτελεί βλαπτική μεταβολή της εργασιακής τους σχέσης, προσβάλλει στον πυρήνα τους τα συνταγματικά δικαιώματα των αιτούντων και ειδικότερα, αυτά που έχουν θεσμοθετηθεί στα άρθρα 2 παρ.1, 4 παρ.5, 22 παρ.1 εδ.α’, 25 παρ.1 εδ.δ’ και παρ.4 Σ, που επιβάλλουν το σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την ισότιμη συνεισφορά στα δημόσια βάρη, την προστασία της εργασίας και παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας και της αξιοκρατίας, διότι:
α) μεταβάλλει προς το χειρότερο τους όρους εργασίας αυτών, μειώνοντας αφενός κατά 25% τις αποδοχές τους και αφετέρου καθιστώντας αβέβαιο το μέλλον της ίδιας της εργασιακής τους σχέσης. Αυτό, διότι βάσιμα πιθανολογείται πως η διαθεσιμότητα θα επιφέρει την οριστική απώλεια της θέσης εργασίας αυτών, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4093/2012, αν οι αιτούντες δε μεταταχθούν ή δε μεταφερθούν σε άλλη υπηρεσία ή φορέα – πολύ πιθανό με τα σημερινά δεδομένα – η εργασιακή τους σχέση θα λήξει με το τέλος της διαθεσιμότητας. Η μεταβολή αυτή της εργασιακής σχέσης των αιτούντων είναι αναιτιολόγητη, καθόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι αποτελούν πλεονάζον προσωπικό, αντίθετα, είναι απολύτως απαραίτητοι για τη λειτουργία του καθ’ ου, ενόψει και της αποχώρησης υπαλλήλων λόγω συνταξιοδότησης, το οποίο (καθ’ ου) με το με αριθμό 19875/31-12-2012 έγγραφό του ζητεί την ενίσχυσή του με δύο υπαλλήλους του κλάδου ΔΕ διοικητικών γραμματέων.
β) οι αιτούντες τίθενται σε διαθεσιμότητα με μοναδικό κριτήριο την κατηγορία και τον κλάδο που υπηρετούν, χωρίς επαρκή αιτιολογία για ποιο λόγο επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε άλλους εργαζόμενους της ίδιας κατηγορίας και του ίδιου κλάδου, κατά παράβαση της αρχής της μη διάκρισης. Μάλιστα το κριτήριο που χρησιμοποιείται, δηλαδή ότι για την πρόσληψή τους δεν τηρήθηκε η διαγνωστική διαδικασία του ΑΣΕΠ, είναι παντελώς προσχηματικό, καθόσον ως προς τον πρώτο τηρήθηκε η σχετική διαδικασία του ΑΣΕΠ που ίσχυε για την πρόσληψή του και ως προς τη δεύτερη, αυτή προσλήφθηκε δυνάμει δημόσιας προκήρυξης με σύμβαση έργου από το Τ.Ε.Ι. Αθήνας, συνέχισε να εργάζεται με διαδοχικές συμβάσεις έργου και ο χαρακτηρισμός της σχέσης της ως αορίστου χρόνου έγινε με τα κριτήρια που έθετε ο νόμος.
γ) όμως ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι αιτούντες αποτελούν πλεονάζον προσωπικό, τέθηκαν σε διαθεσιμότηταχωρίς να προηγηθεί αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία αξιολόγησής τους, αντιμετωπιζόμενοι από το νομοθέτη με τον ίδιο τρόπο οι ικανοί και ευσυνείδητοι υπάλληλοι με τους ανεπαρκείς.
δ) προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, καθόσον ανεξάρτητα από την προσφορότητα και την αποτελεσματικότητα του μέτρου, ανατρέπεται άρδην η ζωή των αιτούντων και τίθεται στο περιθώριο ο άνθρωπος μετατρεπόμενος ως μέσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπούτης περιστολής των κρατικών δαπανών. Προσβάλλεται βάναυσα λοιπόν η προσωπικότητα των αιτούντων, καθόσον απομακρύνονται κατ’ ουσία από τη θέση εργασίας τους και τους αποστερείται το δικαίωμα να εργαστούν. Εξάλλου η καταβολή του 75% των αποδοχών των αιτούντων, που ούτως ή άλλως υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης έχουν ήδη υποστεί δραματικές μειώσεις, σε συνδυασμό με την αλλεπάλληλη επιβολή νέων φόρων και «εισφορών», έχει ως συνέπεια τη διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβίωσης των ίδιων και των οικογενειών τους, η οποία έχει τεθεί ως συνταγματικό όριο των μειώσεων των μισθών (βλ. ΟλΣτΕ 668/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σκέψη 35, ΟλΣτΕ 1285/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σκέψη 16) και επιβάλλεται από το άρθρο 4 παρ.1 του Μέρους ΙΙ του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με ο τν. 1426/1984 και κατά το άρθρο 28 παρ.1 Σ υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, που αναγνωρίζει το δικαίωμα των εργαζομένων για αμοιβή αρκετή να εξασφαλίζει σ’ αυτούς και τις οικογένειές τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
ε) εκτός των μειώσεων του εισοδήματός τους που έχουν υποστεί ήδη οι αιτούντες, όπως όλοι οι μισθωτοί, και των άμεσων, έμμεσων φόρων και «εισφορών», που έχουν επιβληθεί, τους επιβλήθηκε επιπλέον και το ειδικό μέτρο της διαθεσιμότητας, με συνέπεια πέραν της αρχικής μείωσης των εισοδημάτων τους, να υφίστανται περαιτέρω μείωση των μισθών τους κατά 25%, η σωρευτική δε αυτή επιβάρυνση είναι προφανώς δυσανάλογη σε βάρος τους, με μοναδικό κριτήριο την ειδικότητα και το αντικείμενο της εργασίας τους και αντίκειται επιπλέον στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον ο νομοθέτης μπορεί κατ’ αρχή να επιβάλλει στους πολίτες επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, με την προϋπόθεση αυτές να κατανέμονται ισότιμα και ανάλογα με τις δυνάμεις αυτών και με την τήρηση των προσφορών της αναγκαιότητας και της προσφορότητας έτσι ώστε να μην επιβαρύνουν δυσανάλογα ορισμένες κατηγορίες πολιτών (βλ. σχετ. γνωμοδότηση των Κ. Χρυσόγονου και Α. Καϊδατζή για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016»). Σύμφωνα με τα παραπάνω πιθανολογήθηκε ότι η μείωση των αποδοχών των αιτούντων έχει ως συνέπεια τη διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών και των οικογενειών τους και ότι η αποξένωση από τις θέσεις εργασίας τους θα οδηγήσει σε τετελεσμένες και μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Ακολούθως, συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης με την από το καθ’ ου αποδοχή των υπηρεσιών των αιτούντων με τους ίδιους όρους που αυτοί παρείχαν πριν τεθούν σε διαθεσιμότητα, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της τακτικής αγωγής, που υποχρεούνται να ασκήσουν, κατ’ άρθρο 693 παρ.1 ΚΠολΔ, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας. Πρέπει επίσης να καταδικαστεί το καθ’ ου σε χρηματική ποινή 100 ευρώ για κάθε ημέρα που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες καθενός από τους αιτούντες. Επομένως, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη και το καθ’ ου να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αιτούντων, που παραστάθηκαν με την ίδια δικηγόρο (άρθρο 176 ΚΠολΔ).
Να σημειωθεί ότι ότι το ίδιο δικαστήριο με δύο αποφάσεις του είχε δικαιώσει αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια και οριστικά εργαζόμενους στο Δήμο Ξάνθης.
http://www.aftodioikisi.gr/, 13/3/2013