Oι δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας «ψαλίδισαν» το εφάπαξ τους, λαμβάνοντας μια απόφαση που προλειαίνει επί της ουσίας το έδαφος για να κριθεί συνολικά συνταγματικό το κυβερνητικό μέτρο της επιβολής πλαφόν στον υπολογισμό του εφάπαξ των εργαζομένων.
Η ολομέλεια των ανωτάτων δικαστών έκρινε ότι η νομοθετική ρύθμιση που θεσπίζει το ποσό των 2.055 ευρώ ως ανώτατο όριο αποδοχών για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος για τους δικαστικούς, οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν μετά την 30ή Ιουνίου 2004 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
H υπ’ αριθμόν 2769/2011 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, που εξεδόθη υπό την προεδρία του προέδρου κ. Παν. Πικραμμένου, είναι η πρώτη που νομιμοποιεί τις περικοπές στις απολαβές των δικαστών και δίνει το μέτρο στη διεκδίκηση άλλων κλάδων των μειώσεων που έχουν υποστεί σε εφάπαξ και άλλα βοηθήματα.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ειδικότερα ότι οι νόμοι 2512/1997 και 3232/2004 «δεν αντίκεινται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος» κατά το σκέλος που θεσπίζουν ανώτατο όριο αποδοχών (2.055 ευρώ) για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος, που δικαιούνται οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί ασφαλισμένοι στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό υπηρεσία μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3232/2004 (30.6.2004).
Το πλαφόν που τίθεται για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος, δηλαδή το όριο των αποδοχών μέχρι του ποσού των 2.055 ευρώ, δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση.
Η επιβολή πλαφόν, κατά την ολομέλεια, δεν αντίκειται ούτε στο δικαίωμα στην περιουσία που προστατεύεται από την ΕΣΔΑ, «καθώς το συνταξιοδοτικό δικαίωμα εμπίπτει μεν στην έννοια του περιουσιακού δικαιώματος, δεν προστατεύεται όμως ως δικαίωμα σε σύνταξη ή άλλη συνταξιοδοτική παροχή ορισμένου ποσού ούτε ως δικαίωμα προσδοκίας προς απόληψη υψηλότερης παροχής (έστω και ανταποδοτικής)».
της Φωτεινής Καλλίρη, από την εφημερίδα "Η Καθημερινή", 28/9/2011