«ΙΔΙΩΤΕΣ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ»
Καμπανάκι σχετικά με τη νομιμότητα ανάθεσης σε ιδιώτες της είσπραξης οφειλών προς το Δημόσιο χτυπά ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ), ενώ προειδοποιεί για τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης δράσης των «εισπρακτικών εταιρειών» που, εν λευκώ, θα επιδίδονται στο κυνήγι των οφειλετών.
Κατά τον ΔΣΑ, η εκχώρηση της αρμοδιότητας είσπραξης οφειλών σε ιδιώτες-ελεγκτικές εταιρείες ή δικηγόρους - δικηγορικά γραφεία όχι μόνον αναμένεται να αποδειχθεί αλυσιτελής, αλλά εγείρει πληθώρα νομικών ζητημάτων.
Όπως σημειώνει, η σχετική αρμοδιότητα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, ανήκει στο σκληρό πυρήνα άσκησης δημόσιας εξουσίας και γι' αυτό θα έπρεπε να ασκείται αποκλειστικά και μόνον από δημόσιες αρχές, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα.
Και αναποτελεσματικό
Διερωτάται, επιπλέον, με ποια νομική λογική ζητείται από τους ιδιώτες να εντοπίζουν περιουσιακά στοιχεία οφειλετών του Δημοσίου, και μάλιστα όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, τη στιγμή που σε αυτόν τον τομέα έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική η δημόσια διοίκηση, η οποία έχει στη διάθεσή της τα προσωπικά και φορολογικά δεδομένα των πολιτών και των επιχειρήσεων. Εκφράζοντας τον προβληματισμό του ως προς την αποτελεσματικότητα της ρύθμισης, ο ΔΣΑ εξηγεί:
«Μια ελεγκτική εταιρεία ή ένας δικηγόρος θα ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να πραγματοποιεί διεξοδικές έρευνες στο σύνολο των υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων της χώρας, πολλώ δε μάλλον να αναζητά στοιχεία από τις αντίστοιχες υπηρεσίες του εξωτερικού, προκειμένου να εντοπίζει αδήλωτα ακίνητα ή εικονικές ή μη μεταγεγραμμένες κ.λπ. πράξεις ακινήτων».
Με βάση την απόφαση του υπουργού Οικονομικών, οι ιδιώτες αναλαμβάνουν την υποχρέωση να ερευνούν διεξοδικά τα δεδομένα συγκεκριμένων υποθέσεων οφειλετών του Δημοσίου, με χρέη βασικής οφειλής, κατά προτίμηση άνω των 150.000 ευρώ, και να υποδεικνύουν, μεταξύ άλλων, πρακτικές είσπραξης.
Οι δικηγόροι χαρακτηρίζουν κατανοητή και αναμφισβήτητη την αναγκαιότητα επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, αναφέρουν όμως ότι παραμένει αδιαπραγμάτευτη η υποχρέωση της Πολιτείας να διασφαλίζει τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών.
Τονίζουν, τέλος, ότι πρέπει να αποφευχθεί με κάθε μέσο και ασφαλιστική δικλίδα ο ορατός κίνδυνος της ανεξέλεγκτης δραστηριοποίησης των εισπρακτικών εταιρειών.
...και απογυμνώνει το «διαρκές αυτόφωρο»
Πυρά κατά της εγκυκλίου της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που ανάβει το πράσινο φως για την εφαρμογή του αυτοφώρου στα αδικήματα φοροδιαφυγής, εκτοξεύει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, διατυπώνοντας τον έντονο θεσμικό προβληματισμό του για την παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των φορολογουμένων.
Τονίζει ότι η διεύρυνση της έννοιας του αυτοφώρου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 2 και 7) και τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου, αφού έχει ως αποτέλεσμα όλα συλλήβδην τα εγκλήματα φοροδιαφυγής και μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο να θεωρούνται διαρκή και κατά συνέπεια αυτόφωρα.
Εκτός των επιχειρημάτων που προβάλλουν για να καταδείξουν ότι η άποψη αυτή είναι νομικά διάτρητη, τονίζουν ότι η εισαγγελική εγκύκλιος αποσκοπεί στη στήριξη του διαλυμένου φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «μεταφέρει την προβληματική του ζητήματος από το επίπεδο της νομιμότητας σε αυτό της σκοπιμότητας».
Θυμίζουμε ότι, σύμφωνα με την εγκύκλιο του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ν. Παντελή, είναι απολύτως επιβεβλημένη η τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας στις περιπτώσεις «ακραίας και προκλητικής φοροδιαφυγής» και συγκεκριμένα, όταν το ύψος του ποσού των οφειλών υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ (διακράτηση του ΦΠΑ, του ΦΚΕ κ.λπ.) ή όταν το βεβαιωμένο χρέος που δεν έχει καταβληθεί ξεπερνά τα 150.000 ευρώ. «Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι γενικοί και αόριστοι και προσβάλλουν κατάφωρα την αρχή της ασφάλειας του δικαίου», ανταπαντούν οι δικηγόροι.
«Με ιδιαίτερη λύπη και απογοήτευση», αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους, «διαπιστώνουμε πως η εγκύκλιος εντάσσεται σε μια προσπάθεια στήριξης και ενίσχυσης με κάθε τρόπο ενός παραπαίοντος φοροεισπρακτικού μηχανισμού, αντί να συμβάλλει στην ορθολογική και αποτελεσματική αντιμετώπιση των σχετικών εγκλημάτων, που είναι το ζητούμενο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιανόητο και ανεπίτρεπτο για μια δημοκρατικά δομημένη πολιτεία η χρονίζουσα αδυναμία ενός κρατικού μηχανισμού να επιτύχει τους επιδιωκόμενους δημοσιονομικούς στόχους του, να επιδιώκεται να θεραπευτεί με τρόπο αποσπασματικό». Δηλαδή, «με ρυθμίσεις που προσλαμβάνουν τη μορφή νομοθετικών ακροβασιών και συνοδεύονται από ελλειμματική δικαστική προστασία, χωρίς σεβασμό στα θεμελιώδη και συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του πολίτη, φορολογούμενου και κατηγορούμενου».
της Βάνας Φωτοπούλου, από την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 29/9/2011