23 Μαρ 2011

Η εμείς ή το χρέος

Λέγεται ότι οι Κινέζοι όταν θέλουν να καταραστούν κάποιον του εύχονται «να ζήσει σε ενδιαφέροντες καιρούς». Καθόλου παράξενο εάν σκεφτεί κανείς, ότι κατεξοχήν «ενδιαφέροντες καιροί» είναι αυτοί που σημαδεύονται από αδυσώπητες συγκρούσεις για την εξουσία, από πολέμους και εξεγέρσεις, από πολύ πόνο για τους περισσότερους ανθρώπους.

Είναι εποχές, που οι παλιές βεβαιότητες καταρρέουν με πάταγο. Που οι άνθρωποι απελπισμένοι από μια ζωή καταδικασμένη σε διαρκή εξαθλίωση και τρόμο, επιλέγουν να εισβάλλουν ορμητικά στο προσκήνιο της ιστορίας.
Είναι εποχές που γεννούν αγγέλους αλλά και τέρατα. Σε τέτοιες εποχές πάλεψε ο μεσαίωνας με την αναγέννηση, ο διαφωτισμός με την φεουδαρχία, γεννήθηκε και πέθανε η κομμούνα και η σοβιετική επανάσταση, ο ναζισμός και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του τρίτου κόσμου.
Πληθαίνουν διαρκώς γύρω μας τα σημάδια ότι βαδίζουμε ορμητικά προς μια τέτοια εποχή.
Είναι οι εξεγέρσεις και οι συγκρούσεις στην γειτονιά μας που ίσως αλλάξουν δραματικά την εικόνα της.
Είναι η οικονομική κρίση που ξέσπασε στη μητρόπολη του καπιταλισμού το 2007 και συνεχίζεται, μετασχηματιζόμενη σε παγκόσμιο νομισματικό πόλεμο, σε κρίση χρέους και σε συγκρούσεις για τις σφαίρες επιρροής και το πετρέλαιο. Μία κρίση που θυμίζει επικίνδυνα την κλιμάκωση της κρίσης του 1929 που ξεπεράστηκε μόνο μετά από έναν αιματηρό παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι η γνώριμη από το μεσοπόλεμο στοχοποίηση ολόκληρων λαών ως «τεμπέληδων» και «διεφθαρμένων» προκειμένου να συγκαλυφτούν τα αίτια των οικονομικών δεινών και της ευρωπαϊκής λιτότητας.
Είναι η πρωτοφανής για τα μεταπολεμικά χρονικά επίθεση στον κόσμο της εργασίας. Μία επίθεση που διεξάγεται συντονισμένα από το τραπεζικό καρτέλ και τις αστικές ελίτ και που απειλεί με «κινεζοποίηση» των μισθών, του επιπέδου ζωής, αλλά και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αρχικά τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, και αργότερα ολόκληρη την Ευρώπη.
Πάνω απ’ όλα όμως, είναι η αμεριμνησία των λαών που ξεχνώντας την πρόσφατη ιστορία τους, είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν.
Στην χώρα μας η κυβέρνηση -οπερέτα του ολίγιστου και διαρκώς υποκλινόμενου Γιωργάκη συνεχίζει, υπό τις ζητωκραυγές του αστικού και εκδοτικού κατεστημένου το καταστροφικό της έργο, υποθηκεύοντας σε δανειστές και τοκογλύφους το μέλλον της χώρας και των κατοίκων της. Τα μέτρα και τα μνημόνια διαδέχονται το ένα το άλλο σε μια τακτική «σοκ και δέους», πάντα με στόχο «το καλό μας», τη «σωτηρία της χώρας από την χρεοκοπία», την «ανταγωνιστικότητα».
Αυτοί που με την αδιάλειπτη επί δεκάδες χρόνια κυρίαρχη πολιτική τους, οδήγησαν στον πρωτοφανή δανεισμό.
Αυτοί που με την ευθυγράμμισή τους στο Μάαστριχτ και τη Λισαβόνα υπονόμευσαν όλες τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες του τόπου.
Αυτοί που θησαύρισαν με τις κρατικές προμήθειες, τις μίζες, τις «ολυμπιάδες» και τα «μεγάλα έργα», σήμερα στέλνουν τον λογαριασμό στον κόσμο της εργασίας και υπόσχονται να μας σώσουν.
Χρησιμοποιώντας μάλιστα την ίδια ακριβώς συνταγή που με τόση επιτυχία χρησιμοποιούν, τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια:
Λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις και περαιτέρω μείωση του όποιου κοινωνικού κράτους.
Λιτότητα που στο τέλος του τούνελ, αντί για ανάκαμψη έφερε εξαθλίωση.
Ιδιωτικοποιήσεις, περισσότερες από πεντακόσιες (από την εποχή της ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ και της παραχώρησης όλων των τραπεζών στο ιδιωτικό κεφάλαιο, μέχρι την πρόσφατη του ΟΤΕ και της «Ολυμπιακής») που αντί να μειώσουν τα ελλείμματα του κράτους, μείωσαν τα έσοδά του, αύξησαν το δανεισμό και μας οδήγησαν στη χρεωκοπία.
Μείωση κοινωνικού κράτους και εργασιακών δικαιωμάτων, που παρά την ένταση της επίθεσης τους τελευταίους δέκα μήνες, οδήγησαν στην πλήρη αποτυχία επίτευξης του, διακηρυγμένου από την κυβέρνηση, στόχου του μνημονίου. «Να βοηθηθεί η Ελλάδα ώστε να ξαναβγεί στις αγορές τον Απρίλιοτο 2011».
Εμείς ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί το «να δανείζεσαι για να ξεχρεώνεις» αποτελεί μια σοφή πρακτική. Ωστόσο δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει, ότι η επιστροφή στις αγορές που προέβλεπε το μνημόνιο αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.
Έτσι άλλωστε εξηγείται η πολυδιαφημισμένη «επιμήκυνση» αποπληρωμής του χρέους και η όποια «ελάφρυνση» στο επιτόκιο του δανείου των 80 δις από την ΕΕ.
Μία επιμήκυνση βέβαια που θα προσθέσει περισσότερους τόκους στο συνολικό χρέος που συνεχίζει να καλπάζει. Αφού μόνο σε ένα χρόνο, ανέβηκε από τα 300 στα 345 δις ευρώ, ενώ αυξήθηκε λόγω και της πρωτοφανούς ύφεσης (πάνω από 6%) και ως ποσοστό του επί του ΑΕΠ.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Με χρέος 126,8 % του ΑΕΠ το 2009 φθάσαμε σήμερα σε χρέος 142,5 % του ΑΕΠ. Για να εκτοξευθεί στο 170% όπως υπολογίζεται για τα επόμενα χρόνια.
Όλα δείχνουν ότι ο όγκος και η δομή του ελληνικού χρέους είναι τέτοια, που όχι μόνο δεν μπορεί να πληρωθεί, αλλά ούτε καν να εξυπηρετηθεί. Ακόμη και αν ξεπουληθεί το σύνολο της κρατικής κινητής και ακίνητης περιουσίας, ακόμη και αν μειωθεί στο μισό το ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος. Όσα νοσοκομεία και να κλείσουν όσα σχολεία και να συγχωνευθούν, όσοι δημόσιοι υπάλληλοι και να απολυθούν, όσες συντάξεις και επιδόματα να κοπούν το χρέος θα είναι εκεί και θα χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την διαρκή πτώχευση των κατοίκων αυτής της χώρας.
Αυτό άλλωστε δείχνει και η οδυνηρή εμπειρία όλων των χωρών του κόσμου που έχοντας πρόβλημα χρέους, ακολούθησαν τις συνταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής έως τις χώρες της νότιας Ασίας. Πουθενά η λύση δεν δόθηκε μέσα από το μηχανισμούς του. Όλες, καταστράφηκαν οικονομικά αφού ξεπούλησαν το δημόσιο πλούτο και τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές προκειμένου να πληρώσουν τους δανειστές τους. Διαλύοντας κοινωνικές παροχές και συνοχή, εξαθλιώνοντας τους κατοίκους τους. Ανέκαμψαν μόνο αυτές, που οι λαοί τους είχαν το σθένος να διώξουν τους δανειστές και το πολιτικό προσωπικό που τους εκπροσωπούσε, να διαγράψουν μέρος ή και όλο το χρέος, να εθνικοποιήσουν τις τράπεζες και να ακολουθήσουν ριζοσπαστικές πολιτικές αναδιανομής του πλούτου.
Το μόνο ερώτημα που υπάρχει είναι: θα το πράξουμε πριν ή μετά την καταστροφή που μας ετοιμάζουν;
του Σίμου Ρούσσου, http://www.stasi.gr/, 22/3/2011