9 Φεβ 2011

Μνημόνιο και παραπλάνηση του λαού

Τα μεγέθη είναι αντιστρόφως ανάλογα. Όσο περισσότεροι πολίτες αναζητούν τα κείμενα του διαρκώς και προς το χειρότερο επικαιροποιούμενου Μνημονίου και κατανοούν σε τι μακροπρόθεσμη περιπέτεια εισήλθε η χώρα, όσο περισσότερο το βάραθρο της απύθμενης κοινωνικής επιδείνωσης και του κοινωνικού ρήγματος αποκαλύπτει το ατέρμον βάθος του, τόσο περισσότερο η καταιγιστική δημοσιολογία του Μνημονίου θα απαγορεύει –ή έστω θα παραποιεί– και θα δυσφημεί τις εναλλακτικές απόψεις. Όσο η φενάκη του «μονόδρομου» της σωτηρίας της χώρας καταρρέει, τόσο περισσότερο οι επικυρίαρχοι χάνουν την ψυχραιμία τους και, προσπαθώντας να αποφύγουν την κοινωνική αναταραχή και τη ραγδαία πολιτική μεταβολή, θα απομονώνουν την Άλλη διαλεκτική σκέψη.

Αυτής της μεταχείρισης τυγχάνουν όχι μόνον οι εγχώριοι διανοητές, που εξαρχής πρότειναν συγκεκριμένα μέτρα εξόδου από την κρίση, αλλά και όσοι από τους οικουμενικούς διανοούμενους έχουν διαφορετική –από την κυρίαρχη ευρωπαϊκή– άποψη ή προφητεύουν την αποτυχία της εφαρμοζόμενης συνταγής και διαρκώς επιβεβαιώνονται. Το μεγάλο στοίχημα για το σύστημα είναι να σωθούν οι πυλώνες της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας με την αφαίμαξη του υστερήματος των πολιτών και να κερδίσουν χρόνο μέχρις ότου ο δυσφημισμένος και αδρανοποιημένος λαός αναλάβει δυνάμεις και αποφασίσει να ασκήσει τη δημοκρατική του κυριαρχία. Αυτή η επικοινωνιακή καταιγίδα έχει στο οπλοστάσιό της όλα τα «όπλα», που συνήθως διαθέτει η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων: ευφημισμό, παραπλάνηση, απόκρυψη, ατελή συλλογισμό, δυσφήμηση ιδεών και προσώπων, προβολή των επιλήψιμων λεπτομερειών μιας θετικής κατάστασης ή ρύθμισης, ετεροπροσδιορισμό ευθυνών, αποκλεισμό της εναλλακτικής σκέψης.

Η ζώσα πραγματικότητα

Όλα αυτά, όμως, όσο συγκρούονται με τη ζώσα πραγματικότητα, χάνουν τη δραστικότητά τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και τα γενόσημα φάρμακα, τα οποία πλέον (σύμφωνα με το επικαιροποιημένο Μνημόνιο της 22ας/11/2010, άρθρο 2, παρ. ii, σελ. 38) πρέπει κατά 50% τουλάχιστον να αγοράζονται από τα νοσοκομεία, καίτοι προ πολλού έχει λήξει η πατέντα τους και η φαρμακευτική έρευνα έχει παραγάγει άλλα, πληρέστερα και αποτελεσματικότερα. Μέχρι πρότινος η πλειονότητα των συν-Ελλήνων –κι αυτό εκφραζόταν στις εκλογές με το προέχον κριτήριο της επιλογής κυβερνητικής λύσης– είχε την αίσθηση ότι τα πατερναλιστικά κόμματα εξουσίας, που οικοδομούνταν γύρω από ορισμένες πολιτικές οικογένειες –όπως οι πόλεις του Μεσαίωνα που δημιουργούνταν εντός ή στις παρυφές των κάστρων των ισχυρών για να απολαμβάνουν την προστασία τους–, τους εγγυούνταν μιαν αδιατάρακτη πορεία συγκρατημένης ευημερίας. Σήμερα, μετά την παντελή αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαπραγματευτεί τη συμφέρουσα για τη χώρα λύση, μετά από μακρά περίοδο αποτυχίας του –ή ακόμη και άρνησής του– να οικοδομήσει ένα οικονομικό μοντέλο αυτοδύναμης ανάπτυξης, προ της εισδοχής μας στο ασφυκτικό και καταπλεονεκτικό πλαίσιο των κανόνων της ΟΝΕ, όλοι αντιλαμβάνονται –εκτός από αυτούς που βρίσκονται στο «σκληρό πυρήνα» των εξουσιαστικών συσπειρώσεων– ότι αυτή η προστασία ήταν εικονική· και ότι η εμπιστοσύνη, που το ελλειμματικό πολιτικο-ιδεολογικό μας επίπεδο τους έδειξε, δεν ήταν παρά μια αφελής και ακρωτηριασμένη διαχείριση της έννοιας του πολίτη.

Παρά όμως τον εκκωφαντικό θρυμματισμό του καθρέφτη, παρά την καθολική καταδίκη των κομμάτων εξουσίας, που είναι αποκλειστικώς υπεύθυνα ακόμη και για τις «αδυναμίες» του λαού –που καλλιέργησαν για να αναπαράγονται–, είναι αξιοπερίεργο ότι, όταν η πολιτική συζήτηση οδηγείται στα κορυφαία μέλη του κυρίαρχου συστήματος, που επί 30 και πλέον χρόνια φιγουράρουν στο θεσμικό εποικοδόμημα, τότε όλοι σχεδόν διστάζουν να τους αποδώσουν κακές προθέσεις, εξαιρώντας τους από τις αιτίες της πολιτικοοικονομικής κατάρρευσης.

Ο σχιζοφρενικός αυτός διαχωρισμός –δηλαδή, αφενός μεν τα κορυφαία πολιτικά πρόσωπα να θεωρούνται «ταμπού» για την κριτική, αφετέρου δε όλοι να λοιδορούν το απρόσωπο, ατελέσφορο και αναξιόπιστο πολιτικό σύστημα– οδηγεί στην εξανέμιση κάθε πολιτικής ευθύνης, αφού και το πολιτικό σύστημα καταδικάζεται, αλλά και τα κεντρικά του πρόσωπα διασώζονται, έτσι ώστε με επικοινωνιακού χαρακτήρα ανακατατάξεις να συνεχίσουν τη δράση τους. Οι υπεύθυνοι «ανευθυνοποιούνται» και το νέο τοπίο θα δεχτεί πάλι τις νέες γνώριμες φωνές ως λυτρωτικούς παράγοντες, ως αναμορφωτές και διαχειριστές παντός καιρού, που και την πορεία της κρίσης υποστασιοποιούν, αλλά και την αναγεννητική ανάκαμψη συμβολίζουν.

Σε αυτό συντελεί και ότι οι μέχρι χθες «καθημερινοί άνθρωποι» των κομμάτων εξουσίας, αλλά και άλλοι της ευρύτερης Αριστεράς, που ανακάλυψαν στην ωριμότητα του βίου τους τα θέλγητρα της νεοφιλελεύθερης αίρεσης, πολλοί δηλαδή συνάνθρωποί μας που κυκλοφορούσαν και εργάζονταν στους ίδιους δρόμους, προσέρχονταν στις ίδιες λαϊκές εκδηλώσεις και εκλέγονταν ως εκπρόσωποι του λαού σε διάφορα λειτουργήματα της συνδικαλιστικής, αυτοδιοικητικής και συλλογικής έκφρασης, ψήφισαν και ψηφίζουν αυτά τα ανοσιουργήματα που περιλαμβάνονται στο αντικοινωνικό Μνημόνιο, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να εξηγήσουν στην κοινωνία τι ακριβώς ψηφίζουν.

Γιατί «πέφτουμε από τα σύννεφα»;

Έτσι, κατά τις πολλές επισκέψεις μας σε διάφορες πόλεις της πατρίδας μας, όπου δίνουμε διαλέξεις και απαντούμε στα ερωτήματα των πολιτών, προσκεκλημένοι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Επιμελητηρίων, των Συνδικάτων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και άλλων φορέων, βρισκόμαστε μπροστά σε μια παράδοξη κατάσταση: ενώ διαβάζουμε και εξηγούμε συγκεκριμένα άρθρα νόμων από το ΦΕΚ ή αποσπάσματα από τα άρθρα και τους δημοσιονομικούς δείκτες του Μνημονίου, αρκετοί από τους πολίτες δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι βρέθηκαν Έλληνες βουλευτές, φίλοι, εκπρόσωποι των φορέων τους και συγγενείς τους, που ψήφισαν αυτά τα εξωφρενικά πράγματα! Κυριολεκτικώς «πέφτουν από τα σύννεφα», αν υποβληθούν στον κόπο να διαβάσουν από το Διαδίκτυο ή τις ειδικές εκδόσεις, που κυρίως το περιοδικό «Επίκαιρα» έκανε, τις αυτούσιες ρυθμίσεις του Μνημονίου. Η έκπληξη μεγαλώνει περισσότερο, όταν διαπιστώνουν ότι οι ελληνικές Αρχές υπερακοντίζουν ακόμη και τα νεοφιλελεύθερα μέτρα του Μνημονίου, όπως, π.χ., αναφέρεται στο Γ’ Μνημόνιο της 22ας/11/2010, όπου –και στο βασικό του κείμενο, αλλά και στον πίνακα 2– αναγράφεται ότι οι Αρχές αποφάσισαν να αυξήσουν το στόχο της εξοικονόμησης χρημάτων για το χρέος από την πώληση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου και την ιδιωτικοποίηση των Κοινωφελών Επιχειρήσεων σε 7 δις ευρώ για τρία (3) χρόνια, από τα οποία το 1 δις τουλάχιστον για το 2011, ενώ η τριαρχία τούς ζήτησε λιγότερα.

Τι μας περιμένει...

Η βάση, ως εκ τούτου, της παθητικής στάσης του λαού και της απομειούμενης βέβαια επιρροής της νεοφιλελεύθερης παραπλάνησης είναι η έλλειψη γνώσης των αυθεντικών κειμένων, πολύ, δε, περισσότερο η ψυχολογική δυστοκία ερμηνείας τους, αφού το κοινωνικό και συναισθηματικό «δέσιμο» με τους παραδοσιακούς πολιτικούς –που, παρά τις μεγάλες ρωγμές του, υπάρχει ακόμη, κυρίως στην επαρχία– εμποδίζει τους πολίτες να πιστέψουν ότι δέχτηκαν άκριτα τις μόνιμες κατεδαφίσεις του κοινωνικού κεκτημένου. Ως εκ τούτου, απαιτείται όσοι γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή να ανατρέχουν στα βασικά κείμενα των νόμων και των εκδόσεων του Μνημονίου, που, γραμμένα έστω και στη γλώσσα των ευφημισμών, περιγράφουν τι περιμένει τους Έλληνες στα επόμενα πολλά χρόνια, όπως, π.χ., για το ασφαλιστικό σύστημα, όπου η κρατική δαπάνη για τις συντάξεις καθορίζεται μέχρι το 2060!
Πλην της δημοσιολογίας της παραπλάνησης, υπάρχει και η ανάγνωση των σχετικών κειμένων και καλό θα είναι όλοι να διαθέτουν κάποιες στιγμές από τον αγχώδη χρόνο της εργασίας ή της ανεργίας τους για να δουν σε τι «κανάλι» μας έβαλαν οι εκπρόσωποι του διεθνούς και ελληνικού οικονομικοπολιτικού κυρίαρχου συστήματος. Αν συμβεί αυτό, τότε η αντίδραση του λαού θα έρθει σύντομα και θα είναι συνειδητή, στοχευμένη, αναγεννητική και λυτρωτική! Μια ματιά στην ιστορία του Έθνους μας από την εποχή της εθνικής παλιγγενεσίας μπορεί να δώσει τα εναύσματα μιας εξανάστασης, που πάντα ξεκινά από τη δράση ορισμένων φωτισμένων θυλάκων και γρήγορα διαχέεται στο κοινωνικό σώμα. Το ελπίζουμε και το αναμένουμε!
του Αλέξη Π. Μητρόπουλου, από το περιοδικό "Επίκαιρα", 3/2/2011